Δημήτρης Παπαϊωάννου: «Το ΙΝΚ είναι από τις ιδέες που έχω στα ράφια, κυριολεκτικά και μεταφορικά»
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο σπουδαίος δημιουργός επανέρχεται με ένα έργο στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το οποίο γεννήθηκε στη διάρκεια της πανδημίας
Το «ΙΝΚ» μοιάζει ως μια συνέχεια της «Πρώτης Υλης», δεδομένου ότι υπάρχει αυτή η δυαδική σχέση, με εκείνον παρόντα στη σκηνή.
Πώς γεννήθηκε όμως η πρωταρχική ιδέα;
«Πάντα υπάρχουν ιδέες και θέματα τα οποία αιωρούνται στον χρόνο μέχρι να βρουν το έργο στο οποίο θα προσγειωθούν και θα γονιμοποιηθούν. Οταν είχα ξεκινήσει την έρευνα για τον “Μεγάλο Δαμαστή ” ένα από τα βασικά πράγματα που με απασχολούσαν ήταν το σύστημα που ποτίζει τα μεγάλα χωράφια. Είχα δει πώς ο ήλιος φωτίζει αυτόν τον πίδακα του νερού και πάντα τον φανταζόμουν στη σκηνή. Οταν μου πρότειναν από το Τορίνο και το Ρέτζιο Εμίλια να κάνω ένα έργο, θυμήθηκα αυτή την παλιά ιδέα. Δοκιμάζοντάς τη μαζί με τον Σούκα δημιουργήθηκε ξαφνικά μια μυθοπλασία η οποία άντεχε να οικοδομήσει μια δραματουργία. Αρχίσαμε και παίζουμε με τα υλικά που είχαμε στη διάθεσή μας και είδαμε μπροστά μας κάτι να ξεδιπλώνεται. Ηταν λοιπόν από τις ιδέες που έχω στα ράφια, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Γιατί πρέπει να πω ότι εδώ και πέντε χρόνια μού έχει προσφέρει το Μέγαρο Μουσικής μια υπόγεια αποθήκη, την οποία μετέτρεψα σε ένα αντισυμβατικό εργαστήριο για να κλείνομαι με τους χορευτές και τους τεχνικούς μου και να δουλεύω. Είμαι ευγνώμων γι’ αυτό και θα ήταν πολύ ενδιαφέρον αν κάθε οργανισμός, ιδιωτικός ή κρατικός, προσφέρει αντίστοιχα μια περιουσία του που δεν χρησιμοποιείται για να την αξιοποιήσει ως εργαστήριο κάποιος καλλιτέχνης».
Τι τραβάει την προσοχή σας σε ένα υλικό ώστε να το χρησιμοποιήσετε;
«Η περιέργεια για το τι δυνατότητα έχει να συνδυαστεί ή να κινηθεί με ένα ανθρώπινο σώμα και να μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο, να παράξει ηχητικά τοπία ή να δημιουργήσει αντανάκλαση φωτός. Είναι η περιέργεια η οποία γονιμοποιεί τη φαντασία του ερμηνευτή να αυτοσχεδιάσει».
Όταν είναι δύο άτομα επί σκηνής, και μάλιστα ο ένας είστε εσείς, φαντάζομαι είναι πιο έντονη αυτή η διαδικασία;
«Ναι, γιατί οι δύο δημιουργικότητες βρίσκουν διάφορους τρόπους να συνδυαστούν και αυτό που γεννιέται εκφράζει κάτι από την ηλεκτρική τάση που υπάρχει ανάμεσα στις δύο προσωπικότητες. Οταν είμαι εγώ μέσα στο έργο επίσης είναι πολύ διαφορετική διαδικασία γιατί χάνομαι σε διάφορους κόσμους και κάπως ιχνηλατώ την επιθυμία μου σαρκικά. Δηλαδή εκεί που βρίσκομαι με ένα υλικό, σε αυτή τη σχέση με το σώμα θέλω να κάνω κάτι άλλο. Δεν σκέφτομαι αν είναι ενδιαφέρον αλλά σκέφτομαι τι θέλω εκείνη τη στιγμή. Αργότερα, από το βίντεο διαλέγω τι είναι ενδιαφέρον από αυτά που ήθελα. Μαζεύω τα θραύσματα των ενδιαφερόντων πραγμάτων και δημιουργώ μια αποθήκη ψηφίδων. Το έργο είναι τελικά το ψηφιδωτό που δημιουργείται από αυτές τις ψηφίδες».
Στην πορεία όμως δεν γεννιέται και η αμφιβολία; Πώς ξεπερνάτε τη δυσπιστία απέναντι στον εαυτό σας και στο δημιούργημά σας;
«Αχ, η αμφιβολία! Η πιο πιστή σύζυγος! Στην αρχή οι δυνατότητες είναι άπειρες. Κάποια στιγμή ο χρόνος τελειώνει και πρέπει από αυτό που έχω βρει να κατασκευάσω και να παραδώσω κάτι το οποίο είναι πάντοτε χειρότερο από τη δυνατότητα που υπήρχε για το καλύτερο. Απλώς το δέχεσαι, βάζεις το κεφάλι κάτω, γίνεσαι όπως ο τεχνίτης που θα φτιάξει το τραπέζι με ένα συγκεκριμένο ξύλο και δουλεύοντας το θα φτάσει στο όριό του το υλικό, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Είναι μια συνείδηση της θνητότητας των πραγμάτων, ελπίζεις πάντα να φτάσεις σε ένα τοπίο καλύτερο από αυτό που μπορείς αλλά τελικά καταλήγεις να κάνεις μόνο αυτό που μπορείς. Από τη μέση και πέρα λοιπόν η διαδικασία είναι θλιμμένη, αλλά αρχίζεις και αγαπάς τους περιορισμούς. Στην αρχή αγαπάς τη δυνατότητα και μετά αν είσαι τεχνίτης - εγώ πιστεύω στο να είναι κανείς τεχνίτης, να επεξεργάζεται το υλικό του και με ταπεινοφροσύνη να σκύβει πάνω του - υπάρχει περιθώριο να το αγαπήσεις πάλι το υλικό μέσα από μια ταπείνωση που έχεις υποστεί, ότι ούτε αυτή τη φορά θα ξεπεράσεις τον εαυτό σου», λέει ο ίδιος στο Βήμαgazino.