Γιοβάννα: «Ήμουν πάντα μόνη. Όλα όσα έκανα τα έκανα χωρίς υποστήριξη κανενός»
Η Γιοβάννα δεν χρειάζεται συστάσεις. Καταξιωμένη στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ερμηνεύτρια μεγάλων συνθετών και ποιητών μας, αλλά ταυτόχρονα και αναγνωρισμένη λογοτέχνιδα.
Η περιπέτειά της στη γραφή ξεκίνησε από την ποίηση, ακολούθησε μια σειρά επιτυχημένων μυθιστορημάτων, αλλά πριν λίγο καιρό επέστρεψε και πάλι στον ποιητικό λόγο με τη συλλογή «Φως… Φως… Φως…» (εκδόσεις Μετρονόμος).
Η Γιοβάννα μίλησε στην εφημερίδα Αυγή για τη διαδρομή της, που επί δεκαετίες υπηρετεί λαμπρά, με συνέπεια, ήθος και σπάνια σεμνότητα, τον πολιτισμό και το πνεύμα μέσα από δύο πολύ διαφορετικές αλλά τελικά καθόλου αντιθετικές μορφές έκφραση
Αν μπορούσατε να γυρίσετε πίσω τον χρόνο, θα επιλέγατε μια πολύ πιο εντυπωσιακή καριέρα στο εξωτερικό, την οποία άλλωστε είχατε αρχίσει, ή και πάλι αυτήν που είχατε, καθώς δεν θα μπορούσατε να ζήσετε μακριά από την Ελλάδα;
«Εδώ θα πρέπει να εκθέσω σημεία που εντάσσονται στα μείον μου όπως το ότι έπρεπε να γεννηθώ με ισχυρό νευρικό σύστημα, να έχω εντελώς άλλο χαρακτήρα· όχι τόσο συναισθηματικό, ούτε να υποχωρώ στη μάχη με τους άλλους. Μεγάλωσα με καλλιεργημένο βαθιά μέσα μου τον φόβο. Και ήμουν πάντα μόνη. Όλα όσα έκανα τα έκανα χωρίς υποστήριξη κανενός, εκτός από τον Ρίτσο, τον φίλο μου τον Μεντή και τον Louis Rey, τον διευθυντή του ραδιοφωνικού σταθμού Γενεύης. Αυτός μου ζήτησε να εκπροσωπώ τον σταθμό στα πανευρωπαϊκά ρεσιτάλ Musique Aux Champs Elysees. Αυτός μου άνοιξε τον δρόμο και για τον διαγωνισμό της Eurovision, όπου εκπροσώπησα την Ελβετία το 1965. Για να παλέψεις στον κόσμο του τραγουδιού έξω, πρώτα απ’ όλα χρειάζεται να κρατάς τον εαυτό σου στα χέρια σου, και εγώ δεν ήξερα ποια είμαι. Ήμουν μόνη στην τύχη μου και χωρίς φαντασία που να σχεδιάζει, να απαιτεί. Ό,τι ερχόταν, έτσι γινόταν πάντα, το έκανα καλά».
Παράδοξα ή μη η χώρα όπου είχατε τη μεγαλύτερη απήχηση μετά την Ελλάδα ήταν η πρώην ΕΣΣΔ, είχατε κάνει μια περιοδεία εκεί που άφησε εποχή. Τι θυμάστε από αυτήν;
«Δεν ήταν μία η περιοδεία, αλλά τρεις, το 1962, 1963 και 1966. Εκατόν πενήντα ρεσιτάλ, δηλαδή. με μια από τις συμφωνικές ορχήστρες της Μόσχα σε μεγάλες πόλεις. Θυμάμαι την αγάπη του κόσμου, τα δώρα τους, τα sold out ρεσιτάλ μου. Είδα την αγάπη τους για κάθε έκφραση της τέχνης από τον έξω κόσμο. Την υπερηφάνεια τους για το ότι είναι Ρώσοι πάνω απ’ όλα, αλλά και πόσο φιλικά και με πόσο σεβασμό αντιμετώπιζαν τους ξένους. Φυσικά, τα μάτια τους μιλούσαν και για τον κόπο τους να κερδίσουν τη ζωή τους. Τους ευγνωμονώ για όσα μου έδωσαν. Το «Άξιον εστί» μου χτίστηκε σε μεγάλο μέρος από την αγάπη τους. Της Γεωργίας κυρίως, όπου με αναγόρευσαν επίτιμη πολίτιδα της πρωτεύουσάς τους ύστερα από τριάντα χρόνια. Χάρη σε αυτούς ξέρω πια τι σημαίνει να είσαι είδωλο».
Πώς αισθανθήκατε, λοιπόν, την ημέρα της εισβολής του Πούτιν στην Ουκρανία; Και πώς νιώθετε για έναν πόλεμο που, φυσικά, μας αφορά όλους και όλες, αλλά για σας είναι σε έναν τόπο με τον οποίο είστε δεμένη, έχετε αναμνήσεις και σας αγάπησαν τόσο πολύ;
«Άλλη μια δύσκολη ερώτηση. Στις αρχές του πολέμου η τηλεόραση έδειξε έναν νεαρό Ουκρανό που καθόταν με λυμένο σώμα σε ένα σκαλοπάτι και ρώτησε: «Τώρα γιατί γίνεται όλο αυτό;». Εγώ από τη φύση μου στέκομαι στη μέση. Δεν ξέρω να του απαντήσω. Ξέρω μόνο ότι χάνονται εικοσάχρονα παιδιά, ξέρω ότι μανάδες κλαίνε για τον χαμό τους, την αναπηρία τους, τόσο οι από εδώ όσο και οι από εκεί. Ξέρω ότι οι γενιές του σήμερα θα βηματίσουν στο αύριο με χαίνουσες πληγές. Βέβαια, καμιά φορά λέω ότι από τον πόνο προχωράει ο κόσμος, από αυτόν μαθαίνει. Όμως σκέφτομαι και πόσο περιφρονημένο είναι το «αγαπάτε αλλήλους» του Ιησού, που για μένα είναι το κλειδί για να πάψουν όλα τα κακά που προκαλούνται από άνθρωπο σε άνθρωπο. Ο κόσμος αλλάζει και εύκολα η ασυδοσία ονομάζεται ελευθερία, εύκολα ο θώκος, το χρήμα, γίνεται κυριαρχία, οδηγός».