Σίλια Κατραλή: «Μέχρι τα 20 η κατάστασή μου ήταν ανεκδιήγητη»
Η Σίλια Κατραλή ανήκει σε εκείνη την ελπιδοφόρα νέα γενιά καλλιτεχνών που δεν θαμπώνονται εύκολα, έχει άποψη, γούστο και τον τελικό λόγο στις επιλογές της.
Αντιλαμβάνεται τον κόσμο με έναν κυνικό τρόπο αλλά με χιούμορ - κάπως έτσι «γλιτώνω τα χειρότερα», λέει χαριτολογώντας στο Gala. Στην ηλικία των 10 ετών, που τα κορίτσια διαβάζουν «Μικρές Κυρίες» ή την «Πολυάννα» εκείνη προτιμούσε Σαρτρ, Καμί και Κάφκα.
Πέρασε ταραγμένη εφηβεία αλλά γύρω στα 18 αποφάσισε -για καλό δικά της και δικό μας- να διοχετεύσει όλη αυτή τη συσσωρευμένη ενέργεια στην Τέχνη. Σε αναμονή του ολοκληρωμένου άλμπουμ της μι τίτλο «Μια Εδέμ με χαμηλό ενοίκιο», που θα κυκλοφορήσει μέσα στον χειμώνα, οι «Μπαρόβιοι Αστροναύτες», το θεατρικό στο οποία πρωταγωνιστεί, μας ταξιδεύουν και φέτος στον πλανήτη Μόμεντ.
Πώς ήταν ως παιδί και γιατί πήρε την απόφαση να γίνει παιδί της Τέχνης;
«Θέλω να πω πως έκανα διάφορα ανεξέλεγκτα πράγματα. Το έσκαγα από το σπίτι, τσακωνόμουν, έπαιζα ξύλο στο σχολείο. Μέχρι τα 20 η κατάστασή μου ήταν ανεκδιήγητη. Μεγαλώνοντας, σίγουρα σταμάτησα να έχω όλη αυτή τη συσσωρευμένη οργή για τα πάντα. Πέρασα μια εφηβεία πολύ περίπλοκη και αρκετά έντονη η οποία άργησε να καταλαγιάσει. Είχα όλη αυτή την ανάμειξη με την πολιτική που αποκτούν οι φοιτητές. Εγώ ήμουν στη Φιλοσοφική. Όπου πορεία, συλλογικότητα και γενικώς “αντί”, κι εγώ μέσα. Έχοντας, ας πούμε, την πεποίθηση πως κάπως έτσι αλλάζει ο κόσμος. Μετά ευτυχώς βίωσα κάποιου είδους μεταμόρφωση παρόμοια με αυτή του Κάφκα και κάπως άρχισε να εξομαλύνεται η κατάσταση. Αυτή είναι η δουλειά των συναισθημάτων, να εναλλάσσονται, να μας μπερδεύουν, να μας μεγαλώνουν».
Με μεγαλύτερη ψυχραιμία από ένα σημείο και μετά, απέκτησε μια οπτική του κόσμου που αγγίζει περισσότερο την πραγματικότητα κι έτσι αποφάσισε να διοχετεύσει την ενέργειά της στην Τέχνη. Σε κάτι με ουσία, όπως πιστεύει, και ας μην αλλάζει τον κόσμο από τη μια μέρα στην άλλη.
«Από μια συνεχή διαμαρτυρία για κάτι που δεν έρχεται, καλύτερα τουλάχιστον να προσπαθείς να το να φέρεις με τον δικό σου τρόπο, όπως μπορεί ο καθένας».