Καρυοφυλλιά Καραμπέτη: «Μεγάλωσα με χθόνιες, δυνατές, γυναίκες που πατούν πολύ γερά στη γη»
Φτιαγμένη από μια σπάνια θεατρική στόφα η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη λάμπει εδώ και μερικές δεκαετίες στο σανίδι.
Αυτή την εποχή αναμετράται με δυο γυναίκες, μια αληθινή και μια φανταστική. Η ηθοποιός μιλά σε πρόσφατη συνέντευξή της για το πώς κατάφερε από την πρώτη στιγμή να γίνει αυτό που λένε πρωταγωνίστρια ενώ εξομολογείται πώς βίωσε τις ηρωίδες της, την ίδια ώρα που είχε ξεσπάσει το κίνημα #metoo.
Γίνατε αμέσως πρωταγωνίστρια. Πώς συνέβη αυτό;
«Με σκληρή δουλειά και συμμετοχή σε δημιουργικές ομάδες. Πέρασα μία δεκαετία τουλάχιστον στο σανίδι προτού φτάσω να παίξω στην τηλεόραση. Φοβόμουν τη μαζικότητά της και ήμουν πάντα επιφυλακτική. Είχα προτάσεις και για πιο εμπορικά πράγματα τόσο στο θέατρο όσο και στην τηλεόραση. Τα όχι που έχω πει είναι πολύ περισσότερα από τα ναι».
Νομίζω ότι σας εμπιστεύτηκαν από πολύ νωρίς μεγάλους ρόλους γιατί δίνετε την εντύπωση ανθρώπου που είναι πολύ αυστηρός και τελειομανής στη δουλειά του.
«Είναι από τα κύρια συστατικά του χαρακτήρα μου».
Δεν είναι και λίγο βάσανο η τελειομανία;
«Πολύ μεγάλο. Γιατί δεν σου επιτρέπει να χαρείς κάτι που έκανες καλά. Εχω την τάση να επικεντρώνομαι στις αδυναμίες και τα λάθη μου. Μπορεί να ακούω δέκα διθυραμβικά σχόλια και να σκαλώνω στο ένα αρνητικό.»
Τίνος ο έπαινος θα σας δώσει μεγάλη χαρά;
«Δεν έχει σημασία από ποιον προέρχεται. Σίγουρα μου δίνει μεγάλη χαρά το σχόλιο ενός συναδέλφου που εκτιμώ, ενός ανθρώπου που ξέρει τι σημαίνει να χτίζεις έναν χαρακτήρα και αναγνωρίζει αν αυτό που έκανες έχει ενδιαφέρον. Αλλά πάντα έχει αξία το σχόλιο ενός απλού θεατή. Εκεί εκτιμάς τον αυθορμητισμό, την αθωότητα, το γεγονός ότι συγκίνησες έναν άνθρωπο κι ας μην ξέρει να σου εξηγήσει γιατί».
Την περίοδο που είχε ξεσπάσει το ελληνικό #metoo, σας βλέπαμε στην ΕΡΤ, στην «Αγάπη Παράνομη». Έχετε συναντηθεί με γυναίκες όπως η ηρωίδα του Θεοτόκη, την οποία υποδυθήκατε;
«Μέσα από τη σειρά, μας δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσουμε για ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα. Υπήρξε μια κινητήρια δύναμη για να δώσουμε στους ρόλους μας μεγαλύτερη ένταση, πάθος και απελπισία. Αυτό το προνόμιο έχουμε εμείς οι καλλιτέχνες, να μιλάμε για τεράστια θέματα μέσα από την τέχνη μας. Επειδή κατάγομαι από χωριό, μού ήταν πολύ γνώριμες οι συνθήκες της ζωής στην Κέρκυρα του 1906. Λάμπες πετρελαίου, νερό που φτάνει στο σπίτι με στάμνες από βρύσες έξω από το χωριό, ψωμί στον ξυλόφουρνο, φαγητό στη χόβολη. Αλλά και άνθρωποι που ζούσαν με τραχύτητα και εντιμότητα, με μια σπάνια καθαρότητα. Γυναίκες του μόχθου, των χωραφιών, που τις ήξερα προσωπικά, ήταν η μητέρα μου, οι συγγένισσές μου, οι θείες μου, οι γειτόνισσες...
Ζούσαν σε μια πατριαρχική κοινωνία, έρχονταν δεύτερες, ήταν καταπιεσμένες, δεν είχαν δημόσια ζωή, αλλά από την άλλη ήταν εκείνες που κρατούσαν την εστία. Δούλευαν στους αγρούς, έσκαβαν, θέριζαν, αλλά κρατούσαν και την εστία, το σπίτι. Μεγάλωσα με χθόνιες, δυνατές, γυναίκες που πατούν πολύ γερά στη γη. Δεν ξέρω αν εξιδανικεύω τις αναμνήσεις μου - γιατί σίγουρα η παιδική ηλικία είναι ένας τόπος ιδανικός. Κανείς δεν ξέρει τι γινόταν πίσω από κλειστές πόρτες. Εγώ έζησα αγάπη, καλοσύνη, τρυφερότητα, ανθρώπινη ομορφιά, που μου έδωσε δύναμη και έχτισε το χαρακτήρα μου έτσι ώστε να προσανατολίζεται προς αυτά τα στοιχεία. Δεν βίωσα σκληρές ιστορίες, δεν έζησα κακοποιήσεις, ενδοοικογενειακή βία, σαν αυτές στην ιστορία του Θεοτόκη.
Κρατάω την ομορφιά της ψυχής αυτών των γυναικών και τη μεγαλοσύνη του χαρακτήρα τους. Αυτά με βοήθησαν να συναντηθώ με τη Διαμάντω και να την καταλάβω», λέει στο Marie Claire.