Αργύρης Πανταζάρας: «Γλέντησα με τον Τάκη στις Άγριες Μέλισσες»
Ο Αργύρης Πανταζάρας δεν βαριέται ποτέ να ακούει και να διαβάζει πόσο καλός ηθοποιός είναι.
Παρότι γνωρίζει ότι είναι ένας από τους κορυφαίους της γενιάς του, κάθε ευνοϊκό σχόλιο και κάθε χειροκρότημα είναι όχι μόνο καλοδεχούμενα, αλλά και απαραίτητες συνθήκες για να συνεχίσει να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα.
Ο ηθοποιός έδωσε συνέντευξη και μίλησε για όλους και για όλα.
Επιστροφή στο Εθνικό Θέατρο, απ’ όπου αποφοίτησες. Ευκαιρία για έναν απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας σου; Τι κρατάς, τι αφήνεις;
Το Εθνικό οφείλει να είναι το σπίτι κάθε καλλιτέχνη και θεατή. Όσο για τον απολογισμό, η εργασία του θεάτρου είναι από μόνη της μια συνεχόμενη σπουδή και από τη φύση της κρατάς και αφήνεις πράγματα. Κρατώ, λοιπόν, ό,τι είναι πολύτιμο για την ψυχή μου και αφήνω ό,τι τη βαραίνει.
Τα τελευταία χρόνια κάνεις αρκετή τηλεόραση. Γιατί δεν έκανες πριν; Λόγω πεποίθησης ή ελλείψει καλών προτάσεων;
Δεν μπορείς να τα κάνεις όλα. Δεν μπορείς να είσαι σε δύο μέρη ταυτόχρονα, δεν βγαίνει ο χρόνος εκ των πραγμάτων. Ανάλογα με την πρόταση και τα σχέδια που έχει ο καθένας, πράττει. Όλα στην ώρα τους. Και ο καθένας έχει και τα τυχερά του. Άλλος έκανε πρωταγωνιστικό στην τηλεόραση, άλλος είχε μια καλή συνεργασία στο θέατρο. Άλλος έκανε μια καλή ταινία και σε άλλον θα έρθει και η σειρά του αργότερα. Δεν κρύβω τις φιλοδοξίες μου πίσω από πεποιθήσεις άλλων. Όταν πέσει μια πρόταση στο τραπέζι, θα την εξετάσω και ανάλογα με τη στιγμή θα πράξω.
Από τη μία ο Όσβαλντ στους «Βρικόλακες» και από την άλλη ο Ντίνος στον «Παράδεισο των Κυριών». Ποιος είναι πιο κοντά σου;
Κανένας από αυτούς δεν είναι κοντά μου. Ούτε είναι προϋπόθεση. Εγώ, από τη μεριά μου, πλησιάζω απλώς μια εκδοχή μου. Μια εκδοχή καταστάσεων και αναδράσεων που μας δίνεται από το σενάριο και τους σκηνοθέτες μας. Εμείς υφαίνουμε το νήμα που μας δίνεται. Το αποτέλεσμα είναι η μαστοριά του καθενός μας
Τον Οσβαλντ, ας πούμε, πώς επιχείρησες να τον προσεγγίσεις;
Ο Οσβαλντ γνωρίζει ότι ο οργανισμός του είναι μια ωρολογιακή βόμβα. Θέλει να βεβαιωθεί πως όταν θα τον πιάσει η κρίση της μαλάκυνσης του εγκεφάλου και θα είναι παράλυτος, κατάκοιτος, χωρίς βούληση, σαν «γερασμένο μωρό», όπως λέει στο κείμενο, κάποιος θα τραβήξει την πρίζα. Αυτό τον ρόλο δεν μπορείς να τον κατανοήσεις, δεν μπορείς ούτε καν να τον διανοηθείς. Δουλεύοντας την αφήγηση του ήρωα, ίσως καταφέρεις στιγμές-στιγμές να αγγίξεις κάποιο ίχνος του ψυχισμού του, απλά και μόνο μέσα από τα λόγια του. Ο τρόμος του θανάτου και του εκφυλισμού αρκούν για να ενεργοποιηθεί το χάος, με το οποίο είναι αντιμέτωπος αυτός ο ήρωας, παρ’ όλα αυτά καταφέρνει να μιλάει γλυκά στη μητέρα του, να χαμογελάει και να μιλάει για την αλήθεια και τη χαρά της ζωής.
Γιατί επιλέγεις συχνά καταραμένους ήρωες; Σου πάνε πιο πολύ ερμηνευτικά;
Οι ρόλοι έρχονται ανάλογα με την γκάμα που έχει ο καθένας, τη χρωματική παλέτα, τις τονικότητες, τις ικανότητες, αλλά και την τύχη. Κάποιοι ρόλοι καταλήγουν σε ανθρώπους εντελώς τυχαία. Πολλά πράγματα είναι και λόγω συγκυριών. Κάποιος μπορεί να μην μπορούσε, κάποιος μπορεί να έφυγε, κάποιος να μην ήθελε. Είναι αυτό που λέμε «άμα σου κάνει εσένα, εμένα μου περισσεύει». Ο Κρίστιαν Μπέιλ δήλωσε πως οι ρόλοι που εκτόξευσαν την καριέρα του είναι εκείνοι που απέρριψε κάποιος άλλος. Ο ίδιος δεν ήταν ποτέ η πρώτη επιλογή για τους ρόλους αυτούς, αλλά θριάμβευσε ερμηνεύοντάς τους. Υπάρχουν ηθοποιοί στους οποίους δεν δόθηκε η ευκαιρία. Υπάρχουν ηθοποιοί στους οποίους έχουν παραχωρηθεί όλα. Υπάρχουν επίσης ηθοποιοί που έχουν παίξει όλο το ρεπερτόριο και δεν άγγιξαν ούτε έναν θεατή. Δεν «σταύρωσαν ούτε ατάκα», που λέμε. Δεν έχει να κάνει με το π έχει παίξει κανείς, αλλά πώς. Και άλλοι έχουν παίξει τον Οσβαλντ, τον Άμλετ τον τρελό, τον Βόιτσεκ, το θέμα είναι πώς. Δεν παίρνεις έναν τρελό για να παίξεις τον τρελό, ούτε έναν βίαιο για να παίξει τον βίαιο. Παίρνεις έναν επαγγελματία ηθοποιό που κατέχει τον έλεγχο των εργαλείων του, έχει παιδεία και γνώση πάνω στο αντικείμενο στο οποίο καλείται να αντεπεξέλθει. Ξέρεις, ο Οσβαλντ στο έργο παθαίνει εγκεφαλική κρίση μία φορά στη ζωή του και το έργο τελειώνει. Εγώ όμως δεν είμαι ο Οσβαλντ, εγώ πρέπει να μπορώ να το κάνω αυτό κάθε μέρα, όλη τη σεζόν.
Υπάρχουν ρόλοι που να έχεις πραγματικά μισήσει; Ή κάποιους που να έχεις αγαπήσει περισσότερο από τους άλλους;
Δεν ενδιαφέρει κανέναν αν αγαπάς ή αν μισείς έναν ρόλο. Το θέμα είναι να τον κατανοήσεις και να τον δικαιώσεις. Δεν μπορείς να μισείς ρόλους. Είναι σαν να λέει ένας μουσικός «μισώ αυτό το κομμάτι όταν το παίζω». Εμείς μαγευόμαστε παίζοντας. Αν δεν μαγευτούμε εμείς, πώς θα μαγευτεί ο θεατής; Και τι σημαίνει να αγαπήσεις; Μπορεί να αγαπήσει κανείς την Εντα Γκάμπλερ, τον Ιάσονα, τον Αγαμέμνονα ή την Κλυταιμνήστρα; Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι γλέντησα με τον Τάκη στις «Αγριες Μέλισσες». Πέταξα με τον Μεφιστοφελή του Γκαίτε. Ωρίμασα με τον Αγγελιοφόρο των «Περσών» στην Επίδαυρο και με τον Τζόνι στο «Digger» μαλάκωσε η ψυχή μου.
Πηγή: Gala