Θανάσης Τσαλταμπάσης: «Η τέχνη εμπνέεται από τη ζωή, δεν μπορεί να μην της μοιάζει»
O Θανάσης Τσαλταμπάσης αποπνέει μια ήρεμη δύναμη όταν μιλάει. Το παιδί που έπαιξε σε ηλικία 15 ετών δίπλα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη στη «Μελωδία της Ευτυχίας» και μάλιστα αργότερα οι άνθρωποι του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος είχαν κάνει πρόταση στους γονείς του να τον αφήσουν να παίξει στο θέατρο ως εξαιρετικό ταλέντο πριν ακόμη ενηλικιωθεί, σήμερα έχει χαράξει τη δική του συνεπή πορεία στην υποκριτική μπαίνοντας και στο μονοπάτι της σκηνοθεσίας.
Τι και αν σπούδασε αρχικά μηχανολόγος-μηχανικός; Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Ο ίδιος συνάντησε φέτος τον ρόλο του Όσκαρ στην παράσταση «Φιλιά, Όσκαρ...» που παρουσιάζεται στο Θέατρο Αθηνών σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις. Ουσιαστικά ο καταξιωμένος Λιθουανός σκηνοθέτης μετέφερε τη γλυκόπικρη νουβέλα του Ερίκ-Εμανουέλ Σμιτ «Αγαπητέ Θεέ...» στο θεατρικό σανίδι.
Το νόημα της ζωής
«Πρόκειται για ένα πολύ δυνατό έργο, το οποίο μολονότι μιλάει για κάτι τραγικό, για ένα παιδί που πεθαίνει, τελικά κρύβει μία τρομερή αισιοδοξία» αναφέρει ο Θανάσης Τσαλταμπάσης μιλώντας στο «Βήμα». «Ουσιαστικά ο Όσκαρ μάς μαθαίνει ότι πρέπει να ζούμε την κάθε ημέρα, την κάθε στιγμή. Δυστυχώς πολλές φορές οι περισσότεροι δεν ζούμε το παρόν. Δεν του δίνουμε την πρέπουσα σημασία και αξία, δεν το απολαμβάνουμε. Αντίθετα επικεντρωνόμαστε στο μέλλον. Όμως το μόνο δεδομένο είναι το παρόν». Ο ίδιος λοιπόν ζει για το τώρα ή στρέφει περισσότερο το βλέμμα του στο αύριο;
«Αυτό το έργο με έβαλε σε σκέψεις» ομολογεί. «Έπιασα τον εαυτό μου να ζει αρκετά για το μέλλον. Δεν καταλάβαινα ότι το έκανα, έλεγα μέσα μου ότι “απλώς βάζεις στόχους για το αύριο”. Καμιά φορά όμως οι στόχοι γίνονται αυτοσκοπός και ουσιαστικά φτάνεις να ζεις μόνο για αυτούς. Μάλιστα όταν τους κατακτάς, δεν προλαβαίνεις καν να τους απολαύσεις, γιατί αμέσως θέτεις τους επόμενους. Πλέον αυτό προσπαθώ να το αποβάλω». Η τέχνη εμπνέεται από τη ζωή Για τον ίδιο κωμωδία και δράμα είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. «Δεν νοείται κωμωδία χωρίς δράμα και δράμα χωρίς κωμωδία. Από αυτό το κράμα είναι άλλωστε φτιαγμένη και η ίδια η ζωή και η τέχνη εμπνέεται από τη ζωή, δεν μπορεί να μην της μοιάζει» αναφέρει.
Ως είδος όμως ποιο είναι το πιο απαιτητικό: το δράμα ή η κωμωδία;
«Είναι εξίσου δύσκολα, αν θέλεις να τα κάνεις καλά» απαντά. «Με την κωμωδία όμως συμβαίνει και το εξής: νομίζω ότι απαιτεί και ένα φυσικό χάρισμα, ένα ταλέντο που έχει να κάνει με την αίσθηση του χρόνου, της ανάσας, του τονισμού, του να εκστομίσεις την ατάκα στο σωστό κλάσμα του δευτερολέπτου. Φυσικά είναι κάτι που καλλιεργείται, αλλά θεωρώ ότι προϋποθέτει και ένα φυσικό ταλέντο, να μπορείς δηλαδή από τη φύση σου να προκαλέσεις γέλιο στον απέναντι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αν είσαι ο “αστείος” της παρέας, μπορείς να γίνεις και κωμικός ηθοποιός». Πάντως γύρω από τους κωμικούς ηθοποιούς καμιά φορά δημιουργείται και ένας «ψυχαναγκασμός»; αυτό το «κάνε με να γελάσω» όχι μόνο στη σκηνή, αλλά και στην καθημερινή συναναστροφή. Το έχει βιώσει ο ίδιος; «Ναι, στα πρώτα μου βήματα. Είναι κάτι που το καταλαβαίνω. Ξέρετε, έγινα αρχικά γνωστός μόνο μέσα από κωμωδίες.
Η κωμωδία είναι ένα είδος που σε κάνει αγαπητό, που σε κάνει ο απέναντι να σε αισθάνεται φίλο του. Στις αρχές λοιπόν μπήκα σε αυτή τη συνθήκη να σκέφτομαι εάν πρέπει να πάω κοντά σε αυτό που “απαιτούσαν” οι άλλοι από μένα. Πέρασα μάλιστα μια περίοδο εσωστρέφειας. Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Ξεκίνησα να μη βγαίνω πολύ, να είμαι κλεισμένος στον εαυτό μου. Το ξεπέρασα βέβαια σύντομα, γιατί καθώς περνούν και τα χρόνια σε γνωρίζει ο κόσμος, καταλαβαίνει ποιος είσαι μέσα από τις συνεντεύξεις σου, τη δημόσια παρουσία σου».