Σαν σήμερα «έφυγε» ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης - Ο «σερ» στα πιο σημαντικά κεφάλαια της ζωής του
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο «σερ Μπιθί» τον είχε αποκαλέσει σε ένα χρονογράφημά του ο Δημήτρης Ψαθάς, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λαϊκούς ερμηνευτές και συνεχίζει να υπάρχει -φυσικά- μέσα από τα τραγούδια του!
Τραγούδια που μιλούν «απευθείας» στην καρδιά για όσα ο άνθρωπος μπορεί ή όχι να αντέξει κι έχει σίγουρα η φωνή του «συνοδεύσει» πολλές από τις στιγμές μας.
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης γεννήθηκε στο Περιστέρι στις 11 Δεκεμβρίου 1922, από φτωχή οικογένεια, εργάστηκε αρχικά ως υδραυλικός και παράλληλα έπαιζε κιθάρα. Ήταν το μικρότερο παιδί οκταμελούς οικογένειας. Στα Δεκεμβριανά κρυβόταν σε πηγάδι στο σπίτι του στο Περιστέρι της Αθήνας, αργότερα πήγε φαντάρος το 1945 μέχρι το 1947 όπου συμμετείχε στην ορχήστρα της Μακρονήσου με σκοπό την ψυχαγωγία των αξιωματικών. Ως συνοδός στρατιώτης κρατουμένων, σε μεταγωγή αριστερών το 1948 γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη με τον οποίο συνεργάστηκε.
«Έπαιξα κιθάρα από 10 χρόνων. Ύστερα γνώρισα το μπουζούκι και είπα μέσα μου: “Αυτό το πράγμα κελαηδάει καλύτερα από όλα”. Πώς όμως να βάλεις μπουζούκι στο σπίτι του Μπιθικώτση εκείνο τον καιρό; Είπα στον εαυτό μου: “Yπομονή”. Kαι έκανα υπομονή τρία χρόνια», έχει πει
«Το ’40 κηρύχτηκε ο πόλεμος. Τα αδέλφια μου πήγαν στην Αλβανία. Τότε είπα στον εαυτό μου: “Γρηγόρη ήρθε η ώρα”. Πάω στο Μοναστηράκι, αγοράζω ένα μπουζούκι και το φέρνω στο σπίτι. Εκείνη την ώρα η μάνα μου σκάλιζε κάτι κουκιά στον κήπο. Μου λέει: “Tι είναι αυτό;”. Της λέω: “μπουζούκι”. Mόλις ακούει τη λέξη η μάνα μου βάζει τα κλάματα. Βγαίνει στον κήπο ο πατέρας μου. Λέει: “Τι γίνεται εδώ πέρα;” Του λέει η μάνα μου: “O Γρηγόρης αγόρασε μπουζούκι…”. Εκείνη την ώρα μπαίνει στην κουβέντα ο κυρ Αντρέας, ένας αμαξάς γείτονας που έβλεπε τη σκηνή. “Πώς κάνετε έτσι κυρία Μπιθικώτση” της λέει. “Εδώ σώθηκε η γειτονιά και εσείς κλαίτε. Δώστε μου το μπουζούκι σε μένα να το φυλάξω…” Πήρε λοιπόν ο κυρ Αντρέας το μπουζούκι και κάθε βράδυ μού έλεγε: “Έλα να παίξεις Γρηγόρη”. Ο κυρ Αντρέας αγαπούσε το κρασί. Αγαπούσε κι ο πατέρας μου το κρασί. Ένα βράδυ εκεί που πίνανε μαζί, τους παίζω τη “Φραγκοσυριανή”. Μου λέει ο πατέρας ξερά: «Καλό ήτανε. Παίξε κι άλλο…», είχε εξομολογηθεί στον Φρέντυ Γερμανό.
Μπήκε στη δισκογραφία το 1949 σε ηλικία 27 ετών ως συνθέτης με το τραγούδι "Το καντήλι τρεμοσβήνει" σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη. Συνέθεσε περισσότερα από 200 τραγούδια, πολλά από τα οποία έγιναν μεγάλες επιτυχίες, όπως τα "Του Βοτανικού ο μάγκας", "Σε τούτο το στενό", "Επίσημη αγαπημένη", "Τρελοκόριτσο", "Στου Μπελαμή το ουζερί", "Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα" και πλήθος άλλων. Η συνεργασία του με το Μίκη Θεοδωράκη αλλά και με το Μάνο Χατζιδάκι "γέννησε" τα καλύτερα ίσως τραγούδια του. Με την ερμηνεία του στον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου και μελοποίηση του Μίκη Θεοδωράκη χάραξε νέους δρόμους στο λαϊκό τραγούδι. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η ερμηνεία του στη μελοποίηση του ποιήματος «Το Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη από τον Μίκη Θεοδωράκη.
Επίσης, ερμήνευσε τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, του Βασίλη Τσιτσάνη, του Γιώργου Μητσάκη, του Γιάννη Παπαϊωάννου και του Άκη Πάνου. Στις συνεργασίες του αξίζει επίσης να αναφερθούν αυτές με το Σταύρο Ξαρχάκο, το Δήμο Μούτση και το ντουέτο του με τον Τάσο Λειβαδίτη
Έκανε δύο γάμους και απέκτησε 3 παιδιά.
Όταν κάποτε ρωτήθηκε γιατί επέλεξε να δώσει στον γιο του το ίδιο όνομα μ' εκείνον, απάντησε: «Γιατί όταν μια μέρα πεθάνω, θα ήθελα να επιστρέψει μετά την κηδεία στο σπίτι ένας Γρηγόρης Μπιθικώτσης»