Showbiz

Πάνος Γαβαλάς: Η βιοπάλη, η μόνιμη βλάβη στα μάτια, το τσαγκαράδικο της Καισαριανής & τα σουξέ

Το ρεπερτόριο του Πάνου Γαβαλά έφτανε τα 1.000 τραγούδια. Γιατί υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές των προηγούμενων δεκαετιών!

Το «Σιγανοψιχάλισμα» και οι «Γλάροι» υπήρξαν σταθμοί στην προσωπική του πορεία, αλλά και στη δισκογραφία γενικότερα. Από τις ερμηνείες του σε τραγούδια άλλων στη σαραντάχρονη πορεία του ξεχωρίζουμε το «Όνειρο δεμένο», των Σταύρου Ξαρχάκου-Βαγγέλη Γκούφα, το «Κάθε λιμάνι και καημός», των Γιώργου Κατσαρού-Πυθαγόρα, καθώς και τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζίδάκι. Την περίοδο κατά την οποία βρέθηκε στο απόγειο της επιτυχίας του έγραψε τραγούδια αθάνατα, τα οποία ξανακάνουν σήμερα επιτυχίες νεότεροι τραγουδιστές: «Φύγε κι άσε με», «Εγώ είμαι ένα παλιόπαιδο», «Φεύγω, γεια σου, γεια σου». Είπε όμως και τραγούδια άλλων, όπως: «Μείνε, αγάπη μου, κοντά μου», του Βασίλη Τσιτσάνη, «Άμα θες να φύγεις, φύγε» και «Λαϊκό τσα τσα», του Απόστολου Καλδάρα, «Είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω», του Τόλη Χαρμαντά, «Ένα αντίο πικρό», του Μπάμπη Μπακάλη. Επίσης έκανε επιτυχίες με συνθέσεις των Μανώλη Χιώτη, Γιώργου Μητσάκη, Θόδωρου Δερβενιώτη, Κώστα Βίρβου, Στράτου Ατταλίδη, Βασίλη Βασιλειάδη, Πάνου Πετσά, Χάρη Λεμονόπουλου, Τάσου Κουλούρη, Στέλιου Κορσαβίδη, Γιώργου Κόρου, Γιώργου Κουλαξίζη.

Καντάδες στα σοκάκια

Η ιστορία της ζωής του Πάνου Γαβαλά, του «λαϊκού αριστοκράτη», όπως τον αποκαλούσαν, είναι συγκλονιστική. Ήδη από 14 ετών, πριν από την Κατοχή, άρχισαν να τον αγγίζουν οι μουσικοί φθόγγοι. Έμαθε να παίζει φυσαρμόνικα. Με αυτήν έκανε καντάδες στα σοκάκια της Καισαριανής, της φτωχογειτονιάς, που ενώ την πόνεσε και τη λάτρεψε, εκείνη δεν τον αγάπησε ποτέ. Πριν ακόμη μπει στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού πέρασε από τις συμπληγάδες της βιοπάλης. Πρώτα άνοιξε ένα μικρό τσαγκαράδικο στην Καισαριανή. Την ίδια εποχή (1947) γνωρίστηκε και παντρεύτηκε με τη Ζωή Μουστάκη, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, τον Γιάννη και την Ειρήνη. Πριν από το τσαγκαράδικο δούλευε ως ψαράς, ενώ στα κατοχικά χρόνια, την περίοδο που οι άνθρωποι πέθαιναν στους δρόμους από την πείνα, ο Πάνος Γαβαλάς κατέβαινε με έναν γάιδαρο στην Τζιά και πούλαγε παπούτσια. Από εκεί έπαιρνε χοιρινό, ανέβαινε στην Αθήνα και το πουλούσε για να ζήσει τον πατέρα, τη μάνα και τα αδέλφια του. Ο πατέρας του ήταν υπάλληλος των ΕΛ.ΤΑ. και είχε χάσει το φως του σε ατύχημα. Η μάνα του ήταν αγωνίστρια, κρατούσε την οικογένεια με νύχια και με δόντια. Τον Πάνο τον προόριζαν για λογιστή. Όταν όμως τυφλώθηκε ο πατέρας του, εγκατέλειψε το σχολείο για να βγάλει μεροκάματο. Δούλεψε ακόμη και στα ναυπηγεία του Βασιλειάδη και εκεί έπαθε τη μόνιμη βλάβη στα μάτια, επειδή εργαζόταν ως ηλεκτροσυγκολλητής. Από τότε φορούσε συνέχεια γυαλιά. Στη διάρκεια της Κατοχής ήταν οργανωμένος στον εφεδρικό ΕΛΑΣ. Μαζί με έναν φίλο του, τον Νίκο Γκολελέ, έπαιζαν φυσαρμόνικα και τραγουδούσαν για τους αντάρτες πριν από τις μάχες του ΕΛΑΣ σε διάφορες περιοχές της Αθήνας. Μάλιστα σε ένα μπλόκο που έκαναν οι Γερμανοφασίστες στον Αρδηττό κινδύνευσε η ζωή του. Τότε παρενέβησαν μαχητές του τακτικού ΕΛΑΣ, τον απελευθέρωσαν και τον πήραν μαζί τους. Οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις και τα πρώτα σκιρτήματα του νεαρού Πάνου Γαβαλά, που ξεκίνησαν με τη φυσαρμόνικα και τον εφεδρικό ΕΛΑΣ στα βουνά, συνεχίστηκαν μέσα στο τσαγκαράδικο της Καισαριανής με μια κιθάρα και αργότερα με ένα μπουζούκι, παρέα με τον φίλο του Νίκο Μεϊμάρη, που ήταν κουρέας, απέναντι από το τσαγκαράδικο. Όταν δεν είχαν δουλειά, μαζεύονταν στο κουρείο, έπαιζαν και τραγουδούσαν. Μια μέρα πέρασε τυχαία απ’ έξω ο Γεράσιμος Κλουβάτος, σπουδαίος συνθέτης και μαέστρος στην Columbia. Σταμάτησε, μπήκε μέσα και ρώτησε ποιος ήταν ο τραγουδιστής. Έβγαλε ένα χαρτάκι, έγραψε τα στοιχεία του και του είπε: «Αν θέλεις ποτέ να γίνεις επαγγελματίας τραγουδιστής, έλα να με βρεις στην Columbia». Έτσι ξεκίνησε η καλλιτεχνική πορεία του Πάνου Γαβαλά.

Αυτά συμβαίνουν το 1950, τότε δηλαδή που αρχίζει να ασχολείται με το λαϊκό τραγούδι και ο νεαρός εργάτης υφαντουργείου από τη Νέα Ιωνία, Στέλιος Καζαντζίδης. Τότε ανεβαίνει κι αυτός στο πάλκο, ενώ ξεκινούσε παράλληλα και καριέρα στη δισκογραφία. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για έναν νέο λαϊκό τραγουδιστή. Για να περάσει τη μεγάλη πόρτα του εργοστασίου της Columbia, στη Ριζούπολη, να μπει στο στούντιο και να βρεθεί μπροστά στο μικρόφωνο, έπρεπε να έχει περάσει τη σκληρή δοκιμασία της λαϊκής ταβέρνας, του πάλκου. Στα μέσα του 1950 -όπως φαίνεται από τα στοιχεία στις ετικέτες των δίσκων 78 στροφών- ηχογραφεί τα πρώτα του τραγούδια ο Πάνος Γαβαλάς (και όχι το 1954 ή το 1955 όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στα οπισθόφυλλα κάποιων δίσκων των 33 στροφών, όπου έχουν μεταγραφεί τα παλιά του τραγούδια). Στην Columbia όμως δεν τα πήγε καλά ο Γαβαλάς. Ηχογράφησε 5-6 τραγούδια και πολύ σύντομα, απογοητευμένος, πήγε σε άλλη εταιρεία: την Odeon-Parlophone του Μίνωος Μάτσα. Ηχογραφεί και σ’ αυτήν 4-5 δίσκους 78 στροφών, αλλά η επιτυχία δεν έρχεται. Η απογοήτευση μεγαλώνει και ακολουθεί η επιστροφή στην Columbia, όπου βγάζει καινούργιους δίσκους. Και πάλι όμως δεν έχει επιτυχία. Έτσι ξαναγυρίζει στην εταιρεία του Μάτσα.

Ύστατη προσπάθεια

Η σύζυγος του Πάνου Γαβαλά, η Ζωή, τον παροτρύνει να εγκαταλείψει οριστικά το τραγούδι και τη μουσική και να γυρίσει στο τσαγκαράδικο για να ζήσουν. Εκείνος αποφασίζει να κάνει την ύστατη προσπάθεια. Έγραψε μουσική για ένα τραγούδι σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη. «Ζωή, θα κάνω μόνο αυτόν τον δίσκο και αν δεν γίνει τίποτα, τότε θα τα παρατήσω», είπε στη γυναίκα του. Ήταν το «Σιγανοψιχάλισμα», το τραγούδι-σταθμός. Ακολουθεί ακόμη ένα σουξέ, το «Εμένα με λένε Περικλή», του Απόστολου Καλδάρα. Το όνομα του τίτλου το πρόσθεσε ο ίδιος ο Πάνος Γαβαλάς και αναφερόταν στον αδελφό του, τον Περικλή, ο οποίος τότε είχε αρραβωνιαστεί 41 φορές. Όταν ο Πάνος Γαβαλάς κατάλαβε ότι μπορεί να γράψει μουσική, θυμήθηκε τον Νίκο Μεϊμάρη. Έτσι γράφουν μαζί τους «Γλάρους». Ήταν ο δεύτερος μεγάλος σταθμός στην καριέρα του. Τους στίχους αυτού του τραγουδιού, που γράφτηκαν με τη συνεργασία του Χαράλαμπου Βασιλειάδη, τους έντυσε μουσικά ο Νίκος Μεϊμάρης. Στο λαϊκό πάλκο ο Πάνος Γαβαλάς κάθισε 38 χρόνια αδιαλείπτως. Το εγκατέλειψε δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του, όταν άρχισε να ταλαιπωρείται από τον καρκίνο στον λάρυγγα -όπως έλεγε τότε, χειρότερο κακό δεν μπορούσε να τον βρει. Επί 26 χρόνια, χωρίς διακοπή, τραγουδούσε ντουέτο με τη Ρία Κούρτη. Ο Πάνος Γαβαλάς έφυγε από τη ζωή στις 3 Δεκεμβρίου του 1988. Είχε μόλις συμπληρώσει τα 62 του χρόνια. Ένα πικρό παράπονο τον συνόδευε στο τελευταίο του ταξίδι, το είχε εξομολογηθεί λίγο πριν πεθάνει: «Έδωσα πολλά στο λαϊκό τραγούδι και πήρα πολύ λίγα. Φεύγω όμως με καθαρή συνείδηση».

Πηγή: Απογευματινή

© 2010-2024 Gossip-tv.gr - All rights reserved