Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Δημήτρης Μυράτ: Η ζωή και η καριέρα του σπουδαίου ηθοποιού
Εκατόν δεκαέξι χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη γέννηση του ηθοποιού Δημήτρη Μυράτ.
Γεννήθηκε το 1908 στην Αθήνα και ήταν γιος των ηθοποιών Μήτσου Μυράτ και Χρυσούλας Κοτοπούλη (αδελφή της σπουδαίας Μαρίκας Κοτοπούλη). Μεγαλωμένος μέσα σε μια από τις πλέον καταξιωμένες καλλιτεχνικές οικογένειες, στράφηκε από νωρίς στο θέατρο και την υποκριτική, κάνοντας την πρώτη του εμφάνιση σε πολύ μικρή ηλικία – μόλις 11 ετών – πλάι στη θεία του Μαρίκα Κοτοπούλη.
Το 1928 πήγε στο Βερολίνο όπου σπούδασε θέατρο στην Δραματική Σχολή του Αυστριακού σκηνοθέτη Μαξ Ράϊνχαρτ αλλά παράλληλα και γερμανική φιλολογία, για να ικανοποιήσει την αγάπη του για τον Γκαίτε. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ξεκίνησε να παίζει στο θέατρο αλλά δεν μπορούσε να παραιτηθεί και από τα φιλόδοξα φιλολογικά του όνειρα. Έτσι, σπούδασε πάλι παράλληλα στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Από μικρός μέσα στα παρασκήνια του θιάσου της θείας του, ήταν φυσικό να ξεκινήσει εκεί τα πρώτα δειλά βήματα στο θεατρικό σανίδι. Έτσι, το 1931 εντάχθηκε στον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη όπου και παρέμεινε μέχρι το 1947. Ακολούθησε μία τριετία κατά την οποία ήταν πρωταγωνιστής του Εθνικού Θεάτρου. Αυτή η τριετία όμως φάνηκε να είναι καθοριστική για τον ίδιο. Όπως είχε δηλώσει «αυτό που άλλαξε την καριέρα μου ήταν ο ρόλος του “Σιρανό Ντε Μπερζεράκ” στο Εθνικό Θέατρο, έναν ρόλο που χρωστάω στον Δημήτρη Ροντήρη, που μου τον δίδαξε μ’έναν δικό του εκπληκτικό τρόπο, λέξη-λέξη, φράση-φράση».
Από το 1951 έως το 1956 διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής στο Θέατρο Κοτοπούλη – Ρεξ. Από τις αγαπημένες του πρωταγωνίστριες στο θίασο Κοτοπούλη ήταν η Μελίνα Μερκούρη, με την οποία εκτός από Μάκβεθ και Οθέλλο, ανέβασαν και το έργο «Άννα των χιλίων ημερών» που είχε ξεχωριστή θέση για τον ίδιο, αλλά και την «Μεγάλη Παρένθεση» των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου, που αργότερα έγινε ταινία με τίτλο «Χαμένα Όνειρα» με τους Δημήτρη Παπαμιχαήλ και Αντιγόνη Βαλάκου.
Το 1957 ίδρυσε μαζί με την σύζυγό του, Βούλα Ζουμπουλάκη, προσωπικό θίασο τον οποίο στέγαζε, μέχρι το θάνατό του, στο θέατρο «Αθηνών», με υψηλού επιπέδου ρεπερτόριο και εξαιρετικές παραστάσεις που έγραψαν ιστορία. Κάθε παράσταση ήταν και ανώτερα μαθήματα υποκριτικής, αλλά σίγουρα ξεχώρισε το έργο «Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλλο, με μουσική και τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι.
Ο Δημήτρης Μυράτ υπήρξε πολύ σημαντικός πνευματικός άνθρωπος με βαθύτατη κουλτούρα και γλωσσική παιδεία. Η γλωσσομάθεια του του επέτρεπε να μελετά το διεθνές ρεπερτόριο, κάτι που ελάχιστοι ηθοποιοί ήταν σε θέση να κάνουν.
Μετέφρασε δεκάδες θεατρικά έργα, ενώ στράφηκε με μεγάλη επιτυχία και στην σκηνοθεσία. Παράλληλα παρουσίασε και πλούσιο συγγραφικό έργο, μεταξύ των οποίων «Η αγωγή του λόγου», «Ξεφυλλίζοντας», «Αγαπημένα πρόσωπα και ιδέες» και άλλα.
Για πολλά χρόνια, διετέλεσε καθηγητής στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και διευθυντής του Ωδείου Αθηνών.
Το 1933, ο θίασος Κοτοπούλη-Κυβέλη έδινε παραστάσεις στην Κωνσταντινούπολη και παράλληλα γυρίζανε την πρώτη συμπαραγωγή Ελλάδας και Τουρκίας, με την ταινία «Ο κακός δρόμος» σε σενάριο Γρηγόρη Ξενόπουλου. Στην ταινία πρωταγωνιστούσαν η θεία του Μαρίκα Κοτοπούλη, η Κυβέλη, ο Βασίλης Λογοθετίδης, ο Γιώργος Παππάς και ο Δημήτρης Μυράτ στην πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο.
Δέκα χρόνια αργότερα, το 1943 συμμετέχει στην ταινία «Το Δρομάκι του Παραδείσου» και το 1945 πρωταγωνιστεί στην πρώτη του συνεργασία με τη Φίνος Φιλμ. Πρόκειται για την ταινία «Η Βίλλα με τα Νούφαρα» του Δημήτρη Ιωαννόπουλου που χαρακτηρίστηκε για τη σημαντική πρόοδο στη φωτογραφία, τα κινηματογραφικά ντεκόρ, τον εξελιγμένο ήχο και τον κινηματογραφικό ρυθμό. Οι τότε κριτικοί κινηματογράφου συμφώνησαν ότι ήταν η πρώτη φορά που ελληνική ταινία “άντεχε στην κριτική”.
Συνέχισε να εμφανίζεται σε αυστηρά επιλεγμένες κινηματογραφικές ταινίες μέχρι το 1980. Εξαιρετικές είναι οι ερμηνείες του στις ταινίες «Μαρίνα» (1947) του Αλέκου Σακελλάριου, «Κάλπικη Λύρα» (1955) του Γιώργου Τζαβέλλα, «Ραντεβού με μια Άγνωστη» (1968) του Βασίλη Γεωργιάδη, και φυσικά στην περίφημη «Δίκη των Δικαστών» (1974) του Πάνου Γλυκοφρύδη, στον πολύ μικρό αλλά μοναδικό ρόλο του Καποδίστρια, τον οποίο δέχτηκε να παίξει για χάρη του Φίνου που του το ζήτησε.
Το 1933 παντρεύτηκε την Ελένη Ζάχου αλλά ο γάμος τους κράτησε μόλις ένα χρόνο. Τους χάρισε όμως ένα γιό, τον Κωνσταντίνο, όπου σπάζοντας την οικογενειακή παράδοση δεν ακολούθησε το επάγγελμα του ηθοποιού. Ο Κωνσταντίνος Μυράτ σπούδασε χημικός μηχανικός στη Γερμανία, παντρεύτηκε Γερμανίδα και έδωσε στον πατέρα του έναν ακόμα τίτλο, αυτόν του… «παππού».
Ο Δημήτρης Μυράτ θα συναντήσει τον μεγάλο του έρωτα στις αρχές του ’50 και το 1951 θα παντρευτεί στο Κάιρο την γνωστή ηθοποιό Βούλα Ζουμπουλάκη. Έμειναν μαζί 40 χρόνια, μέχρι το θάνατο του, χωρίς να αποκτήσουν παιδιά. Η Βούλα Ζουμπουλάκη είχε πει για τον Μυράτ μετά τον θάνατο του: «Αυτό που χαρακτήριζε κυρίως τον Δημήτρη Μυράτ, ήταν η γοητεία του. Εκτός της ωραίας του εμφάνισης, ήταν ευπρεπής, ευγενικός – πάρα πολύ ευγενικός – είχε ενδιαφέρον, ήταν πολύ μορφωμένος, είχε ήθος και σοβαρότητα. Με όποιους και αν βρισκόταν, γοήτευε. Ήταν τόσο αληθινός, απλός και άμεσος».
Είχε τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία όπως τον «Χρυσούν Σταυρό» του Αγίου Μάρκου, τον «Ταξιάρχη του Φοίνικος», το «Παράσημο Γραμμάτων και Τεχνών» της Γαλλίας, το «Παράσημο των Ιπποτών Τάγματος Αξίας» της Ιταλικής Δημοκρατίας, το «Μετάλλιο Πνευματικής Αξίας» της Ιταλίας, αλλά και με το μέγα βραβείο του Φεστιβάλ της Πορτογαλίας για την παράσταση «Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε».
Ο Δημήτρης Μυράτ έφυγε από τη ζωή το 1991 σε ηλικία 83 ετών.