Έλλη Πασπαλά: «Νιώθω μια τρομερή καταπίεση μέσα στο στούντιο, σαν να μου κόβουν τα φτερά»
Η Ελλη Πασπαλά μιλά για το μουσικό αφιέρωμα στη Νέα Υόρκη που παρουσιάζει στο Θέατρο Άλσος και εξηγεί γιατί αυτό που την ενδιαφέρει πλέον στην τέχνη είναι η συγκίνηση
Κάθε Δευτέρα του Δεκεμβρίου (έως και τις 30 του μήνα) θα βρίσκεται η Έλλη Πασπαλά στο Θέατρο Άλσος παρουσιάζοντας την παράσταση «In a New York state of mind». Μαζί της ορισμένοι πραγματικά εξαιρετικοί μουσικοί: ο Ντέιβιντ Λιντς (σαξόφωνα, φλάουτο, κρουστά), ο Τάκης Φαραζής στο πιάνο, ο Πέτρος Βαρθακούρης στο κοντραμπάσο, ο Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης στα τύμπανα και ο νεότατος Τόμι Λιντς στο τενόρο σαξόφωνο και στο τραγούδι.
Η Έλλη Πασπαλά θα βρίσκεται.. “In a New York state of mind” στο θέατρο Άλσος
Το ρεπερτόριο θα περιλαμβάνει jazz standards, κομμάτια που έχουμε συνδέσει με την αμερικανική μητρόπολη, τραγούδια που έχουν γραφτεί από Νεοϋορκέζους όπως ο Πολ Σάιμον, ο Μπίλι Τζόελ και η Κάρολ Κινγκ και κάποια «που έχω συνδέσει με την πόλη διότι γεννήθηκα και μεγάλωσα εκεί, που έχουν συνοδεύσει την εφηβεία, την ενηλικίωσή μου, ακόμη και τα παιδικά μου χρόνια. Πρόκειται για ένα νοσταλγικό μουσικό ταξίδι» λέει η σπουδαία ερμηνεύτρια. Φυσικά θα ακουστούν και ελληνικά κομμάτια: «Τραγουδούσα για κάποια χρόνια σε μια μπουάτ που είχαμε ανοίξει με φίλους στην Αστάρια, λεγόταν Μικρόκοσμος, κι εκεί λέγαμε τα πάντα, ήμασταν η εναλλακτική σκηνή. Λέω ας πούμε τώρα το “Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα”, παιγμένο εντελώς διαφορετικά, με άρωμα Νέας Υόρκης».
Μου περιγράφει τη σχέση με την μπάντα της ως οικογενειακή και τη ρωτάω αν είναι ζητούμενο να υπάρχει οικειότητα και κατακτημένος κώδικας επικοινωνίας με τους συνεργάτες της. «Οπωσδήποτε. Για να δημιουργηθεί βέβαια αυτή η οικειότητα πρέπει να συνυπάρχεις με ανθρώπους με τους οποίους έχετε κοινή αισθητική. Πάντα θέλω να βουτάω και σε άγνωστα νερά και όταν συνομιλώ με μουσικούς που είναι ανοιχτοί στο να πειραματιστούν και έχουν τη γενναιοδωρία να προσφέρουν τα δώρα τους μπορούν να επιτευχθούν πολύ ωραία πράγματα. Είναι πολύ σημαντικό να βλέπεις ότι ο άλλος είναι πρόθυμος να μοιραστεί το όραμά σου αλλά κι εσύ με τη σειρά σου πρέπει να έχεις ανοιχτό πνεύμα και να ακούσεις και τη δική του προσέγγιση. Δημιουργείται έτσι ένα πολύ ζωντανό κύτταρο, νιώθω πολύ τυχερή για αυτό».
Παλιά και νέα ρεύματα
Αναζητεί το καινούργιο ή προτιμά τη σιγουριά του κλασικού; «Και τα δύο. Πάντα επιστρέφω στους παλιούς γιατί είναι οι δάσκαλοί μας και δεν είναι τυχαίο που αυτές οι ερμηνείες και αυτές οι μουσικές είναι ζωντανές και στο σήμερα. Αυτές οι διαχρονικές δημιουργίες έχουν καλλιεργήσει το γούστο μου. Παρακολουθώ ωστόσο και νέα ρεύματα, νέους μουσικούς. Πλέον έχω πολύ μεγάλη ανάγκη να συγκινηθώ, να ταυτιστώ με ό,τι ακούω και κάτι μέσα μου να συντονιστεί και να πάλλεται, σαν να έχει ακουμπήσει ένα ευαίσθητο νεύρο. Αρκετά πράγματα μπορεί να μου φανούν ενδιαφέροντα αλλά για να μείνουν στη μνήμη θα πρέπει να ταραχτεί ένα συναίσθημα μέσα μου. Και δεν αφορά μόνο τη μουσική αυτό. Είδα πρόσφατα την παράσταση ‘Τρεις Γυναίκες" σε σκηνοθεσία Μπομπ Γουίλσον και ενώ έχει μια αποστασιοποίηση στον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε το έργο, και με αυτούς τους υπέροχους αλλά κάπως ψυχρούς φωτισμούς, οι φωνές των τριών ηθοποιών, της Ρένης Πιττακή, της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη και της Λουκίας Μιχαλόπουλου, η δόνηση των φωνών τους με άγγιξε πολύ βαθιά. Πρόκειται βέβαια και για ένα καταπληκτικό κείμενο, που ειδικά στις γυναίκες μιλά πολύ ουσιαστικά. Θα ήθελα πολύ να είχα δει και το ανέβασμα στο οποίο έπαιξε η Γκλέντα Τζάκσον».
Καινούργια τραγούδια έχουμε να περιμένουμε από εκείνη; «Δεν αγαπώ τη διαδικασία του στούντιο και ζηλεύω τους ανθρώπους που έχουν καλή σχέση μαζί του και θεωρούν ότι εκεί μπορούν να τελειοποιήσουν αυτό που έχουν στο μυαλό τους. Προσωπικά νιώθω μια τρομερή καταπίεση μέσα στο στούντιο, σαν να μου κόβουν τα φτερά, για αυτό δεν έχω και μεγάλη δισκογραφία. Υπάρχει όμως κάτι που σκέφτομαι να κάνω γιατί τα άλμπουμ είναι και ένας τρόπος με τον οποίο επικοινωνούμε με το κοινό. Έχω επίσης μεγάλη ανάγκη και λαχτάρα να τραγουδήσω καινούργιο υλικό στα ελληνικά γιατί τα τελευταία χρόνια έχω επικεντρωθεί στο ξένο ρεπερτόριο».
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ