Η τελευταία επιστολή του Ρασούλη λίγο πριν «φύγει»
Το σκληρό πρόσωπο της κρατικής εξουσίας, που από τα νιάτα του πολεμούσε μέσα από τους στίχους του, τελικά φαίνεται ότι ήταν και αυτό που σκότωσε τον Μανώλη Ρασούλη.
Η κοινή γνώμη παραμένει συγκλονισμένη από την απώλεια του μεγάλου στιχουργού, που σκέπασε το απόγευμα της Τρίτης η αττική γη. Ακόμα πιο πολύ όμως, συγκλονίζει η τελευταία επιστολή του, στην οποία εκφράζει ανοιχτά τα παράπονά του για τους φορείς της πολιτείας. Ούτε λίγο ούτε πολύ ο Ρασούλης καταγγέλλει την απόλυσή του από την ΕΡΤ πριν λίγες εβδομάδες, όπου διατηρούσε επί χρόνια εκπομπή στο κρατικό ραδιόφωνο. «Με πέταξαν στον κάδο» σχολιάζει ο ίδιος, ενώ κυρίως δηλώνει ότι στεναχωρήθηκε με τον τρόπο που έγινε αυτό.
«Αντί ν’ ακούν εµάς, που περάσαµε από 40 κύµατα και να µαθαίνουν, µόλις πήραν το σκήπτρο άρχισαν µε τη γνωστή εµπάθεια, απάθεια και αµάθεια τις εκκαθαρίσεις. Νοµίζω ότι µέσα στο γενικό και αποδεδειγµένο µπάχαλο, τέτοιες ανόητες εξουσιαστικότητες είναι καταδικασµένες και τιµωρητέες», σχολιάζει ο Μανώλης Ρασούλης σχετικά με την αποπομπή του από το κρατικό ραδιόφωνο της ΝΕΤ.
Και προσθέτει, περιγράφοντας το δράμα το οποίο ζούσε – και το οποίο δικαιολογεί σε κάποιο βαθμό για ποιον λόγο βρίσκονταν επί δέκα μέρες νεκρός στο σπίτι του αλλά κανένας δεν τον είχε αναζητήσει: «Είµαι άνεργος και αχρήµατος και ηλικιωµένος. ∆εν έχω να πληρώνω ούτε και το νοίκι µου. (...) Σύνταξη δεν έχω πάρει ακόµα. Ευελπιστώ. Κι όπως ξέρεις, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία».
Τελικά η ελπίδα του Ρασούλη πέθανε, μαζί με τον ίδιο. Στην... ψάθα. Έμεινε όμως πίσω αυτή η συγκλονιστική επιστολή του. Ένα γράμμα το οποίο είχε παραδώσει ο κορυφαίος στιχουργός πριν ένα μήνα στον Λευτέρη Παπαδόπουλο - και ο τελευταίος δημοσίευσε απόσπασμά του στην στήλη «Ματιές» που διατηρεί στη «Νέα». Διαβάστε το, καθώς μέσα από τις γραµµές του, βγαίνει η αγωνία του και η στενοχώρια του:
«Αρτι αφιχθείς από την Αυστραλία, όπου πήγα για έναν µήνα ν’ αλλάξω παραστάσεις, να πάρω µια ανάσα γιατί µοιάζω µε µωρό στη φωτιά και αρχαία σκουριά, µε όλα τούτα τα τεκταινόµενα εγχωρίως, πληροφορήθηκα ότι οι ιθύνοντες µου έκοψαν την εκποµπή που είχα στο Α’ πρόγραµµα του ραδιοφώνου (105,8) επί 6 χρόνια, κρατώντας τα µπόσικα στην κατιούσα.
Η αλήθεια είναι ότι στενοχωρήθηκα µε τον τρόπο που µε πέταξαν στον κάδο, γιατί βασικά είµαι ένας απ’ αυτούς που υποστηρίζουν τις αξίες. Είµαι άνεργος και αχρήµατος και ηλικιωµένος. Σύνταξη δεν έχω πάρει ακόµα. Ευελπιστώ. Κι όπως ξέρεις, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. ∆εν έχω, πάντως, να πληρώνω ούτε και το νοίκι µου. Εδιωξε και την κόρη µου, από το δηµοτικό Κανάλι 1 του Πειραιά, αµέσως µόλις βγήκε δήµαρχος ο µπασκετµπολίστας Φασούλας. Κι ας έκανε το χαρισµατικό και µορφωµένο κορίτσι επί 4 χρόνια εκποµπές πρότυπα. Είµαι στο κουρµπέτι και το ραδιοφωνικό 50 χρόνια και ξέρω τι είναι τι και ποιος είναι ποιος. Η αυτογνωσία µου είναι πολύ ενισχυµένη. Αντί ν’ ακούν εµάς, που περάσαµε από 40 κύµατα και να µαθαίνουν, µόλις πήραν το σκήπτρο άρχισαν µε τη γνωστή εµπάθεια, απάθεια και αµάθεια τις εκκαθαρίσεις.
Νοµίζω ότι µέσα στο γενικό και αποδεδειγµένο µπάχαλο, τέτοιες ανόητες εξουσιαστικότητες είναι καταδικασµένες και τιµωρητέες. Οποιος φοβάται τη γνώµη µου ή όποιος νοµίζει ότι είναι ανώτερος, ας βγει να µετρηθούµε στα φανερά. Η χώρα δεν αντέχει άλλο κυνισµό, σαχλαµάρα, µπαλαφάρα, αµάθεια και αρχοντοχωριατισµό. Το µικρό µου έργο δείχνει ότι είµαι πειθαρχηµένος στα κοινωνικά ιδεώδη και στην παραγωγή κοινωνικής και εθνικής συνείδησης. Ο υπουργός Πολιτισµού Τηλέµαχος Χυτήρης, ο Παπαδηµητρίου και ο Ταγµατάρχης µε ξέρουν χρόνια πολλά. Ποιος ιθύνων έβγαλε την απόφαση να µε διώξουν; Ας βγει να µας πει το σκεπτικό. Με το ίδιο σκεπτικό µε έδιωξαν το ‘84 και από την τότε ΥΕΝΕ∆, όταν είπα µια µαντινάδα που αφορούσε τον Κοσκωτά…».