Αντώνης Πάσχος: «Βροντοφωνάζω παντού ότι είμαι Έλληνας»
O Αντώνης Πάσχος μεγαλώνοντας στο Σικάγο σε οικογένεια Ελλήνων λάτρεψε από πολύ μικρός τη μυθολογία. Ο ήρωας των παιδικών χρόνων του ήταν ο Ηρακλής και από αυτόν λέει ότι παίρνει δυνάμεις πριν μπει στο γήπεδο για να... τσακίσει τους αντιπάλους του.
Ο Πάσχος παίζει αμερικανικό ποδόσφαιρο στους Cleveland Browns και είναι ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους παίκτες του NFL, της μεγαλύτερης επαγγελματικής λίγκας των ΗΠΑ. Ο Αντώνης (ή Tony, όπως τον φωνάζουν στις ΗΠΑ) είναι offensive tackle στο NFL, με τριετές συμβόλαιο στους Browns έναντι 14.000.000 δολαρίων, τα μισά εκ των οποίων εισέπραξε μπροστά ως πριμ υπογραφής! Πρόκειται για έναν τεράστιο, δίμετρο τύπο που ζυγίζει κοντά στα 160 κιλά. Στο πέρασμά του παίρνει παραμάζωμα όλους όσοι προσπαθούν να «γκρεμίσουν» τον πλέι μέικερ (quarterback) της ομάδας. Αν κρατούσε ρόπαλο, θα θύμιζε τον Ηρακλή.
Η αγριάδα που βγάζει ο Πάσχος στις φωτογραφίες δεν έχει καμία σχέση με τον άνθρωπο έξω από το γήπεδο. Η καταγωγή των γονιών του, του Γιώργου και της Δέσποινας, είναι από Κορυδαλλό και Κρήτη. «Ο πατέρας μου είναι από τον Κορυδαλλό. Κοντά στις φυλακές είναι το πατρικό του. Η μητέρα μου είναι από την Κρήτη. Τις Καλύβες. Εκεί πηγαίναμε πιο συχνά. Στην Αμερική δεν βλέπεις θάλασσα, οπότε τα καλοκαίρια καθόμασταν δυο-τρεις εβδομάδες στην Αθήνα και μετά στην Κρήτη για το υπόλοιπο καλοκαίρι. Στο χωριό του παππού» είπε χαρακτηριστικά ο Αντώνης σε καθημερινή εφημερίδα.
Νοσταλγεί την Ελλάδα. Παλιότερα ερχόταν πιο συχνά. Η τελευταία επίσκεψή του τον γονάτισε: «Γύρισα τελευταία φορά στην Ελλάδα το 2002 για την κηδεία του παππού μου. Τον λάτρευα. Από τότε δεν έχω ξανάρθει. Το να είσαι επαγγελματίας αθλητής στην Αμερική είναι δουλειά για όλον τον χρόνο. Τα καλοκαίρια έχω το training camp και δεν μπορώ να φύγω. Οι γονείς και τα αδέλφια μου πηγαίνουν. Την αγαπάμε πολύ την Ελλάδα. Μου λείπει. Τη λατρεύω. Νομίζω πως μια μέρα, όταν σταματήσω, θα μένω μερικούς μήνες τον χρόνο στην πατρίδα».
Θυμάται τα καλοκαίρια στις Καλύβες της Κρήτης, με τον παππού και τη γιαγιά: «Με έφερνε η μητέρα μου κάθε καλοκαίρι. Αλλά όταν ο πατέρας μου άνοιξε το μαγαζί μας, οι γονείς μου δεν είχαν ελεύθερο χρόνο για να μας πηγαίνουν στην πατρίδα. Ομως ήθελαν να μας στέλνουν να δούμε τους παππούδες και τις γιαγιάδες». Μιλά τα ελληνικά άπταιστα. Χωρίς αμερικανική προφορά. Φρόντισαν γι’ αυτό ο πατέρας και η μητέρα του. Η ελληνική γλώσσα ήταν η βασική προτεραιότητα. Για τον ίδιο και τα αδέρφια του, τον Χαράλαμπο, τον Γιώργο και τη Γεωργία: «Όταν είμαστε μικροί, οι γονείς μου μας είπαν ότι θα μας μάθουν τα ελληνικά, τη θρησκεία και τον πολιτισμό μας. Οι Αμερικανοί τα υπόλοιπα. Φαντάσου ότι πρώτα έμαθα ελληνικά. Μετά ήταν δύσκολο, όταν πήγα σχολείο, να μάθω αγγλικά».