Πιστόριους: Δακρυσμένος περιγράφει πώς σκότωσε την Στέενκαμπ: «Μπορώ να μυρίσω το αίμα»
Με δάκρυα στα μάτια ο Οσκρα Πιστοριους περιγράφει τι συνέβη την μοιραία βραδιά της δολοφονίας της Ρίβα Στέενκαμπ.
Αποκαλύπτει όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες στον δημοσιογράφο Μαρκ Γουίλιαμς Τόμας.
«Σκότωσα τη Ρίβα και θα πρέπει να ζήσω με αυτό» είπε με δάκρυα στα μάτια και συνέχισε: «Μπορώ να μυρίσω το αίμα, μπορώ να νιώσω τη ζεστασιά του στα χέρια μου. Και ξέρω πως αυτό είναι δικό μου λάθος, το έκανα εγώ. Καταλαβαίνω τον πόνο που αισθάνεται ο κόσμος που την αγαπούσε και του λείπει. Αισθάνομαι τον ίδιο πόνο. Νιώθω το ίδιο μίσος για τον ίδιο τον εαυτό μου. Νιώθω την ίδια δυσκολία στο να το κατανοήσω όλο αυτό. Κοιτάζω πίσω και σκέφτομαι. πώς είναι δυνατόν να συνέβη αυτό; Σκέφτομαι, πώς μπορεί να συνέβη αυτό; Πώς γίνεται;
Πήγαμε για ύπνο, έβγαλα τα προσθετικά μου πόδια, ξάπλωσα και τη ρώτησα αν μπορεί να κλείσει τις πόρτες και την τηλεόραση σε περίπτωση που κοιμηθώ. Στη συνέχεια ξύπνησα στις 3 τα ξημερώματα από έναν θόρυβο στο παράθυρο, ο οποίος ήταν σαν να προερχόταν από το μπάνιο. Στο σπίτι υπήρχε σκοτάδι, με κατέβαλε φόβος θεωρώντας ότι κάποιος εισβολέας προσπαθούσε να μπει σπίτι. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν πως πρέπει να πιάσω το όπλο μου.
Αν αυτό το άτομο είναι ήδη μέσα στο σπίτι το παράθυρο αυτό έχει ήδη ξανανοίξει, είναι θέμα δευτερολέπτων να φτάσει στο μπάνιο. Είμαι φοβισμένος. Είμαι τρομοκρατημένος, πιάνω το όπλο μου και λέω στη Ρίβα να πάρει την αστυνομία και να πέσει στο πάτωμα. Αλλά ακόμα. Αρχίζω να τρέμω και να ιδρώνω και ο φόβος να με καταβάλλει. Σε εκείνο το σημείο μπήκα στο πέρασμα και άρχισα να φωνάζω και να ουρλιάζω βγες από το σπίτι μου!
Αμέσως μετά άκουσα την πόρτα της τουαλέτας να κλείνει με θόρυβο και θεώρησα πως κάποιος βρισκόταν εκεί. Δεν είχα χρόνο να φορέσω τα προσθετικά μου μέλη, αφού ήμουν πεπεισμένος πως κάποιος ήταν ήδη μέσα στο σπίτι».
Τότε φώναξε «Ρίβα πάρε την αστυνομία» για να τρομάξει τον εισβολέα -αν αυτός υπήρξε ποτέ- έτσι ώστε να φύγει από το σπίτι.
Αμέσως μετά εξήγησε τη δυσκολία που είχε στο να ευθυγραμμίσει το όπλο αλλά και στο φόβο που ένιωσε όταν είδε όλα τα παράθυρα ανοικτά, το θόρυβο της πόρτας και τη γυναίκα του να κοιμάται δίπλα του στο κρεβάτι.
«Κρύβομαι πίσω από τον τοίχο της πόρτας της τουαλέτας. Ξαφνικά ακούω ένα θόρυβο και συμπεραίνω πως κάποιος είναι εκεί. Πριν το καταλάβω πυροβολώ τέσσερις φορές».
«Ο θόρυβος από τους πυροβολισμούς ήταν τόσο δυνατός που δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα και φώναζα στην Στέενκαμπ να καλέσει την αστυνομία και να βγει από το σπίτι.
Πέφτω στο πάτωμα αλλά δεν τη νιώθω. Αρχίζω να τραβάω ό,τι βρίσκω και να λέω "Ρίβα! Ρίβα! Ρίβα!". Και στηρίζομαι στο χέρι μου και σηκώνομαι ακίνητος πάνω στα πόδια μου και τραβάω την κουρτίνα. Σκέφτομαι ‘θεέ μου, πες μου πως κρύβεται πίσω από την κουρτίνα. Φτάνω ως την άκρη και η καρδιά μου ραγίζει. Ακόμα φοβάμαι πως είναι κάποιος εισβολέας μέσα στο σπίτι αλλά τώρα έχω κι ακόμα έναν φόβο. Κι έτσι τρέχω πάνω στα κολοβώματα όσο πιο γρήγορα μπορώ στο μπάνιο, σημαδεύοντας ακόμα την πόρτα με το όπλο. Είναι κλειδωμένη και συνειδητοποιώ πως κάποιος είναι μέσα και δεν μου απαντά. Πήγα να βάλω το προσθετικά μέλη κι επέστρεψα για να σπάσω την πόρτα. Το έκανα με ένα ρόπαλο του κρίκετ. Ανοίγω την πόρτα και βλέπω τη Ρίβα πάνω από την τουαλέτα. Έχει πέσει πάνω από την τουαλέτα. Και τότε ήξερα πως την είχα σκοτώσει. Ήξερα πως ήταν νεκρή. Έπεσα στα γόνατα και την τράβηξα πάνω μου. Υπήρχε αίμα παντού. Προσπάθησα να της κάνω τεχνική αναπνοή αλλά δεν τα κατάφερα...».
«Η Ρίβα πρέπει να είχε μόλις πάει στην τουαλέτα. Και όταν άρχισα να φωνάζω πρέπει να νόμισε πως κάποιος έμπαινε από το μπαλκόνι. Οπότε μάλλον φοβήθηκε και έκλεισε την πόρτα. Αναρωτήθηκα ένα εκατομμύριο φορές, γιατί, γιατί δεν έκλεισα την πόρτα πριν να πέσω στο κρεβάτι; Γιατί δεν έκλεισε η Ρίβα την πόρτα; Γιατί δεν μου φώναξε από την τουαλέτα; Δεν ξέρω γιατί, δεν έκανε τίποτα κακό».