Έλενα Μακρή Λυμπέρη: «Υπάρχουν πράγματα, εικόνες και συναισθήματα που δεν μεταφέρονται με λόγια»
H Έλενα Μακρή Λυμπέρη έχει καταφέρει πολλά μέχρι στιγμής στην καριέρα της. Εχει αγωνιστεί πολύ στη ζωή της;
«Είμαι φύσει και θέσει αγωνίστρια. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν μονίμως δύσκολα, καθεστώς. Ο πατέρας μου ήταν γόνος μεγαλοκτηματία της Θεσσαλίας και καθώς είχε σπουδάσει γεωπόνος, επειδή του το επέβαλλαν οι κανόνες και οι συνθήκες, τη δεκαετία του '50 διατηρούσε στην εύπορη επαρχία εταιρείες με γεωργικά μηχανήματα και άλλες επιχειρήσεις. Ωστόσο τα πράγματα δεν ήταν καθόλου καλά γι' αυτές κι έτσι μια τεράστια για την εποχή περιουσία εξανεμίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Ο πατέρας μου ήρθε στην Αθήνα, όπου αξιοποιώντας αυτό που κάποτε σνόμπαρε δούλεψε στο υπουργείο Γεωργίας αναλαμβάνοντας έργα όπως η Ομόνοια κ.ά. και τέλος στα τελευταία χρόνια της ζωής του έγινε διευθυντής στο Πεδίον του Αρεως. Ενας ευαίσθητος και πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος, που μιλούσε στις δωδεκάχρονες φίλες μου στον πληθυντικό και διάβαζε ποίηση και Ιστορία. Ωστόσο ήταν μια καταστροφή που ουσιαστικά δεν την ξεπέρασε ποτέ, δεν μπόρεσε να τη διαχειριστεί, κάτι που πέρασε αναπόφευκτα με μνήμες και σε εμάς τα παιδιά του, σε εμένα και την αδελφή μου.
Το να πτωχεύσεις στην Ελλάδα είναι τραγικό. Μου έλεγε πάντα: «Στην Ελλάδα είναι μικρότερη αμαρτία αν σε πιάσουν μ' ένα φορτηγό λίρες παρά αν πτωχεύσεις. Θα σε κυνηγάνε αλύπητα μέχρι τέλους ακόμα και τα παιδιά σου». Φαντάσου ότι οι οικονομικές του εκκρεμότητες έκλεισαν την παραμονή του γάμου μου. Τότε ξεπλήρωσα την τελευταία του οφειλή στο Δημόσιο, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του. Τότε ξόφλησα και την τελευταία εκκρεμότητα του Κωνσταντίνου-Ιωάννη Μάκρη στο ελληνικό κράτος» τόνισε στο Πρώτο θέμα.
-Πώς βιώνεις τον τελευταίο τυφώνα που βρήκε την οικογένεια σου;
«Όπως θα έχεις καταλάβει δεν είμαι ένας άνθρωπος που μεγάλωσε στα πούπουλα. Εύχομαι τα παιδιά μου να μη ζήσουν τις δικές μου παιδικές, εφηβικές μέρες. Κάποιες από αυτές ήταν αρκούντως μοιραίες. Ποτέ στη ζωή, όμως, δεν είσαι προετοιμασμένος για το χειρότερο. Οπλιζόμαστε με μια ηλίθια αισιοδοξία, πάντα για το καλύτερο. Έχω μάθει να δίνω τον αγώνα μέχρι τέλους. Να όμως που όταν έρθει η καταστροφή φτάνεις σε τέτοιο σημείο θλίψης που από το μόνο που μπορείς να πιαστείς είναι το αύριο. Ασυνείδητα ή συνειδητά πρέπει να κοιτάξεις μπροστά. Ειδικά όταν έχεις τρία παιδιά τα οποία δεν αρέσκονται να βλέπουν τη μάνα ή τον πατέρα τους κλινικά νεκρούς.»
-Πώς ήταν η τελευταία ημέρα σου στο συγκρότημα Λυμπέρη;
«Υπάρχουν πράγματα, εικόνες και συναισθήματα που δεν μεταφέρονται με λόγια. Είναι σαν να μου ζητάς να σου πω πώς ένιωσα την ημέρα που είδα το φέρετρο των γονιών μου να κατεβαίνει στη γη. Αυτά τα μεταφέρεις στην καρδιά σου, στη μνήμη σου, που σε ζωντανεύει και σε ταράζει, ή αν μπορείς μόνο στο χαρτί.»
-Δεν γύρισες πίσω το βλέμμα για τελευταία φορά;
«Για να δω τι; Ένα συγκλονιστικό κτίριο στο κέντρο του πουθενά που από την πρώτη στιγμή με πάγωσε; Ποτέ δεν το αγάπησα και ποτέ δεν έκλαψα γι' αυτό. Δεν κλαίω εγώ για τα τσιμέντα. Έχω αλλάζει πολλά σπίτια στη ζωή μου κι απ' ό,τι φαίνεται θα αλλάζω ακόμη πολλά.
Πίστεψέ με δεν μ'ενδιαφέρει καθόλου διότι δεν μεγάλωσα ποτέ σε σταθερή οικία. Βάλε με να ζήσω σ' ένα λαγούμι, δεν με νοιάζει, θα το μετατρέψω στο δικό μου λαγούμι και θα το μεταμορφώσω από την πρώτη μέρα, αφού βέβαια κάνω τα πάντα για να βρω το καλύτερο αύριο! Όταν έκλεισε για πάντα η καφέ καγκελόπορτα του κτιρίου των εκδόσεών μας, εκεί μέσα πέθαναν οι μέρες, τα χρόνια μου, οι άνθρωποι και οι ζωντανοί μου οργανισμοί, τα περιοδικά μου. Τα περιοδικά ήταν για μένα παιδιά μου. Είχα τρία παιδιά στο σπίτι και τρία στο γραφείο. Τι να σου πω, το αυτονόητο;»