Η εξομολόγηση της κόρης της Κατερίνας Γώγου – Οι ενοχές για τον χαμό της, τα ναρκωτικά και ένα παιδί που δεν θα έρθει ποτέ
Μία συγκλονιστική συνέντευξη δίνει η κόρη της Κατερίνας Γώγου την οποία απέκτησε από τον γάμο της με τον σκηνοθέτη Παύλο Τάσιο.
Πρόκειται για την Μυρτώ Τάσιου, το μοναδικό παιδί της αξέχαστης ηθοποιού, αντισυμβατικής ποιήτριας και αγαπημένης καλλιτέχνιδας η οποία έφυγε ξαφνικά από τη ζωή το 1993 σε ηλικία 54 ετών ύστερα από απόπειρα αυτοκτονίας. Η Μυρτώ ζει εδώ και χρόνια στην Ιταλία και όπως αναφέρει στον Γιάννη Χατζηγεωργίου και την εφημερίδα «Φιλελεύθερος» της Κύπρου, είναι ευτυχισμένη με τον σύζυγό της. Η μοναχοκόρη της αξέχαστης πολυτάλαντης Κατερίνα Γώγου όταν ερωτάται αν μπορεί να κάνει παιδιά, αποκαλύπτει μία σκληρή αλήθεια που κανείς δεν γνώριζε: «Δεν μπορώ να κάνω παιδιά. Θα το ήθελα όμως! Κι είναι κάτι που με στενοχωρεί. Αν μπορούσα να κάνω ένα παιδί, θα ήταν σα να ξαναγεννιόταν η Κατερίνα! Θα έδινα όλη μου την αγάπη σ' αυτό το παιδί, την προστασία, τη στοργή. Πόσο θα 'θελα να μπορούσα να κάνω ένα παιδί χαρούμενο! Γιατί εγώ δεν ήμουνα χαρούμενη. Δεν πέρασα μία ζωή όπως όλα τα άλλα παιδιά. Η δική μου ζωή ήταν διαφορετική». Και συνέχισε να είναι να προσθέσουμε εμείς καθώς η Μυρτώ αποκαλύπτει πως ο κυριότερος λόγος που γράφει στα ποιήματά της –είναι και εκείνη ποιήτρια όπως η μητέρα της- για πόνο είναι επειδή τον έζησε στο πετςί της. «Είχα πόνο για την αγάπη που μου είχε λείψει, για την αρρώστια που πέρασα με τα ναρκωτικά» λέει η ίδια και συνεχίζει: «Αυτό, ναι, ήταν μεγάλος πόνος! Αλλά στο τέλος, σαν θαύμα, ήταν σα να άλλαξα σελίδα και είδα τα πράγματα διαφορετικά. Ξεκίνησα να παλεύω και έλεγα: «Τουλάχιστον αυτό θα το κάνω για τη μαμά μου! Να βλέπει η μαμά μου από ψηλά ότι είμαι καλά. Να είναι ήσυχη». Σα να της μιλούσα. Εδώ, από το κηπάκι μου, εδώ που είμαι με τα γατάκια μου». Το μεγαλύτερο πρόβλημα για την ίδια όμως είναι το γεγονός ότι νιώθει ενοχές για τον χαμό της μητέρας της τον οποίο η ίδια περιγράφει: «Ήμουνα 26. Η Κατερίνα ζούσε τότε με τον σύντροφό της, τον Νίκο, στο σπίτι της γιαγιάς, στον Κεραμεικό. Ήταν ένα σπίτι μισογκρεμισμένο, γιατί δεν είχε χρήματα για να το φτιάξει. Τις τρεις τελευταίες μέρες προτού φύγει απ' τη ζωή δεν την είχα δει. Την είχα δει την Πέμπτη. Αλλά Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή όχι. Όμως θυμάμαι που μου έλεγε: «Τις Κυριακές δεν τις αντέχω! Άλλη Κυριακή δεν θα τη βγάλω πέρα!». Έτσι κι έγινε. Το αποφάσισε να φύγει μια Κυριακή. Νιώθω ενοχές! Γιατί δεν την πρόλαβα εκείνη την Κυριακή! Γιατί εγώ πάντα την προλάβαινα! Ήμουνα πάντα έτοιμη να τη «σηκώσω». Ξάπλωνα δίπλα της, τη χάιδευα μέχρι να κοιμηθεί, της έφτιαχνα κάτι ζεστό... Κι εγώ καθόμουν σε μια καρέκλα περιμένοντας να της περάσει η επίδραση του «ξιδιού»».