Γιάννης Ζουγανέλης: «Οι Έλληνες είμαστε υπεύθυνοι γι' αυτό που περνάμε»
Γιάννης Ζουγανέλης: «Έχουμε τους μεγαλύτερους φιλόσοφους στον κόσμο και δεν τους ξέρουμε. Όταν δεν τους γνωρίζεις δεν διέπεσαι από κανέναν ελληνισμό, είσαι ένα έρμαιο, ένας κάτοικος ενός γεωγραφικού μήκους και πλάτους»
Ο Γιάννης Ζουγανέλης μίλησε στο περιοδικό Full Life για την κρίση που περνάει η χώρα τα τελευταία δέκα χρόνια, την τέχνη και τον Νικόλα Άσιμο
Ποιες είναι οι βασικές αξίες που είχε κάποτε ο Έλληνας και τώρα πια τις έχει χάσει;
Χάθηκε το πρόσωπο. Και μέσα από το πρόσωπο χάθηκε η προσωπικότητα. Γίναν όλα απρόσωπα. Χάθηκε η αμοιβαιότητα δηλαδή το να πηγαίνουμε όλοι με το μέρος του αδικημένου και να τον βοηθάμε να μπει στη δικαίωση. Δεν είμαστε δίκαιοι. Μεγάλη αξία επίσης, είναι το να αντιστέκεσαι στο κράτος που έχει θεσπίσει νόμους που καταστρατηγούν τη ζωή που υπερασπίζονται το ίδιο και όχι τον πολίτη. Σταυρώνουμε τα χέρια σε καθετί προοδευτικό. Αφήσαμε τα παιδιά μας να μπουν στη διαδικασία των ναρκωτικών, χωρίς να τα προστατέψει κανείς. Δεν μπήκαμε ποτέ στην έννοια της ενσυναίσθησης, που είναι πολύ μεγάλη αξία, να μπαίνεις στη θέση του άλλου και να τον αντιλαμβάνεσαι.Έχουμε τους μεγαλύτερους φιλόσοφους στον κόσμο και δεν τους ξέρουμε. Όταν δεν τους γνωρίζεις δεν διέπεσαι από κανέναν ελληνισμό, είσαι ένα έρμαιο, ένας κάτοικος ενός γεωγραφικού μήκους και πλάτους.
Εσείς έχετε ζήσει έντονα και την εποχή του Πολυτεχνείου. Πιστεύετε σήμερα, με τις υπάρχουσες ή και χειρότερες συνθήκες καταδυνάστευσης, θα ξαναγινόταν ένα ανάλογο Πολυτεχνείο αν χρειαζόταν;
Οχι. Γιατί σήμερα η πλειοψηφία των φοιτητών είναι συντηρητική. Αρκούνται σε ένα ψευτο-βόλεμα, ότι θα γίνουν γιατροί για παράδειγμα και θα τα κονομησούνε. Και θα πάνε στα νοσοκομεία και θα δουλεύουν με ένα χιλιάρικο το μήνα και δεν θα κάνουν ποτέ προκοπή. Εγώ ήμουν από τους ανθρώπους που είχαν πιάσει στην έξοδο του Πολυτεχνείου, ήμουν δεκαεπτά χρονών και βίωσα και φυλακή. Ο φασισμός αε καταπιέζει στο πνεύμα, στο σώμα, στη ψυχή, σε αλλοτριώνει. Ο φασισμός μπορεί να σε παραχαράξει και σαν προσωπικότητα και θέλει πολύ σκέψη σχετικά με το κατά πόσο όλοι αυτοί οι σοσιαλιστές φρόντισαν τη ζωή και την εργατική τάξη που θέλουν να υπερασπίζονται.
Φταίμε τελικά οι Έλληνες για όσα παθαίνουμε; Ρίχνουμε το μπαλάκι σε άλλους για ό,π μας συμβαίνει;
Εγώ πιστεύω ότι είμαστε υπεύθυνοι γι' αυτό που περνάμε. Είμαστε υπεύθυνοι των επιλογών μας, δεν αντισταθήκαμε, δεν αντιδράσαμε ως πολίτες. Οι σύγχρονοι Έλληνες δεν είναι πολίτες. Όταν δεν είσαι πολίτης δεν ελέγχεις τίποτα, είσαι ατομιστής και χάνεις τη μοναδικότητα σου.
Η ατομικότητα σε φέρνει στη μάζα Δεν αποδέχεσαι καμία διαφορετικότητα, δεν έχεις καμία διαφωνία.
Η τέχνη αντιστάθηκε; Ζήσαμε και ζούμε μια κρίση ηθική, κοινωνική, οικονομική, υπήρξε, υπάρχει καλλιτεχνικό κίνημα που να βρίσκεται πλάι στον άνθρωπο τον καθημερινό;
Υπάρχει ναι. Και στο τραγούδι υπάρχει, αλλά μεταδίδεται. Διότι τα ραδιόφωνα είναι αφελή, η δημοσιογραφία τα τελευταία χρόνια είναι fake. Και δεν γράφουν οι δημοσιογράφοι για τον «δήμο» όπως ορίζει η λέξη. Όλοι υπερασπίζονται συμφέροντα εκδοτών, καναλαρχών. Πολύ λίγες εξαιρέσεις υπάρχουν.
Υπάρχει κίνημα πολλών καλλιτεχνών που γράψανε πολιτικά τραγούδια για να παρέμβουν αλλά δεν μεταδόθηκαν ποτέ.
Υπάρχουν και νέοι, πολύ αξιόλογοι που δεν τους έχει δει ήλιος και δυστυχώς θα χαθούν. Και δεν είναι χαμένη αυτή η γενιά. Είναι γενιά αδικημένη από τους μεγαλύτερους γιατί δεν τους παρήχθη βήμα. Θα μιλήσω για μια παρέμβαση που εμείς κάποτε κάναμε, ως πρόταση σε περίπτωση που διαβάζει το κείμενο κάποιος νέος.
Αμέσως μετά την μεταπολίτευση, με τον Νικόλα τον Άσιμο πήγαμε στη Βουκουρεστίου, χωρίς άδεια από την αστυνομία, στήσαμε μεγάφωνα και διαφημίσαμε ότι θα είμαστε στο μουσικό καφενείο στο «Σούσουρο» στην Αδριανού. Δεν χαμπαριάζαμε τίποτα. Ήρθε η αστυνομία και όχι αυτή η αστυνομία που βλέπουμε σήμερα με τα ωραία τα παιδιά, μιλάμε για μπάτσους των οποίων η αοτυνομικίλα μύριζε ένα χιλιόμετρο μακριά. Δεν γίνονται τέτοιες παρεμβάσεις στην κοινωνία, σήμερα.
Ο Νικόλας Άσιμος δεν αποδεχόταν ταμπέλες, ούτε πολιτικές ιδεολογίες, στην ώριμη ηλικία του. Τι άνθρωπος ήταν;
Με τον Νικόλα γνωριστήκαμε στον Πύργο της θεσσαλονίκης, υπήρχε επάνω στον Πύργο μια μπουάτ και τραγούδαγε. Ήταν ένα πολύ γλυκό παιδί, πολύ καλλιεργημένο, τραγουδούσε με έναν ωραίο τρόπο. Πήγα και τον πλησίασα, εγώ είχα ήδη ξεκινήσει από πολύ μικρός τη δισκογραφία, το 1972, όταν ήμουν 15 χρονών. Γνωριστήκαμε λοιπόν με αφορμή την μουσική, ήρθαμε μαζί στην Αθήνα και συγκατοικούσαμε στην οδό Αλωπεκής, δεν είχε που να μείνει και έμεινε μαζί μου για αρκετό διάστημα. Ήταν πολύ σοφός άνθρωπος, δημιουργήσαμε μαζί το μουσικό καφενείο «Σούσουρο» αλλά είχε και μια λαθεμένη αντίληψη για το πώς διεκδικείται η ζωή. Είχε κάποιες «εμμονές», πίστευε ότι μας έκλεβε ο επιχειρηματίας ενώ δεν μας έκλεβε, ότι οι άλλοι συνεργάτες μας, τον υπονόμευαν. Ο Νικόλας Ασιμος είχε γενικά, ένα πρόβλημα κοινωνικοποίησης. Εγώ πιστεύω ότι η κοινωνικοποίηση είναι αυτή που θα φέρει την επαναστατικότητα και την ιδεολογία, δεν μπορεί να είσαι έξω από την κοινωνία. Σιγά σιγά, αποποιείτο κάθε κοινωνικότητα του μέχρι που έφτασε σε ένα σημείο ημίτρελης κατάστασης. Μέχρι και ένα μήνα πριν «φύγει» από τη ζωή, κατάφερνα και του μιλούσα. Και με σεβόταν πάρα πολύ.