Πώς η τραγουδίστρια που έγινε μοναχή έχασε με δικαστική μάχη το μοναστήρι που είχε χτίσει μόνη της
Η Μαίρη Αλεξοπούλου εγκατέλειψε τα φώτα της δημοσιότητας οριστικά το 1986 και άρχισε να πηγαίνει στην εκκλησία και δύο χρόνια αργότερα αποφάσισε να πάει να γίνει μοναχή.
Η Μαίρη Αλεξοπούλου τις δεκαετίες του 60 και του 70 ήταν από τις πλέον ακριβοπληρωμένες τραγουδίστριες στις μεγαλύτερες αθηναϊκές πίστες, («Δειλινά», «Αστέρια», «Παλιά Αθήνα», «Κάστρο», «Βράχος» κ.ά.), ενώ είχε την τύχη να ερμηνεύσει τραγούδια δίπλα σε μεγάλα ονόματα, όπως με τον Γιάννη Πουλόπουλο
τον Γιάννη Βογιατζή, την Μπέσσυ Αργυράκη, τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς, αλλά και τον Γιώργο Κατσαρό, και πολλούς άλλους ακόμα καλλιτέχνες της εποχής εκείνης.
Η τραγουδίστρια ήταν γέννημα θρέμμα του Περιστερίου και πρωτότοκο παιδί μιας εξαμελούς οικογένειας. Η μητέρα της προερχόταν από καλλιτεχνική οικογένεια, με εκείνη να παίζει από μικρή μαντολίνο. Ο πατέρας της, επίτροπος στη Μητρόπολη Περιστερίου, με παλαιές αρχές, έστελνε τα παιδιά του στο Κατηχητικό και ήταν αντίθετος στο να ασχοληθεί η κόρη του είτε με το τραγούδι είτε με τον χορό, όπως ήθελε η ίδια.
Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι φίλοι μουσικοί του παππού της τον έπεισαν για το ταλέντο της στο τραγούδι. Μάλιστα, ένας από αυτούς κέρδισε την εμπιστοσύνη του κι έτσι την πήρε μαζί του σε μια ορχήστρα που υπήρχε την εποχή εκείνη στη «Χωριάτικη Ταβέρνα» της Εκάλης για να τραγουδάει, και το βράδυ, με τη συμφωνία φυσικά να τη γυρίζει πάντα ο ίδιος στο σπίτι της οικογένειάς της. Από εκεί και πέρα, σκαλί-σκαλί ανέβηκε τις μουσικές πίστες και το όνομά της συμπεριλήφθηκε μεταξύ των πρώτων στον καλλιτεχνικό χώρο του πενταγράμμου, γραμμένο με μεγάλα και φωτεινά γράμματα στις μαρκίζες των κέντρων που τραγούδησε.
Οταν γνωρίστηκε με τον μαέστρο Κώστα Κλάββα ξεκίνησε και η συνεργασία τους με τον πρώτο δίσκο βινυλίου το 1966. Τον ίδιο χρόνο στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού Θεσσαλονίκης κέρδισε το πρώτο βραβείο με το τραγούδι το «Πανηγύρι», των Κλάββα και Μαυρομουστάκη. Διακρίθηκε ακόμη σε ευρωπαϊκό φεστιβάλ στην Ισπανία και στο Φεστιβάλ της Μάλτας. Μέχρι τα 42 της χρόνια ζούσε μια ονειρεμένη ζωή.
Είχε παντρευτεί γνωστό επιχειρηματία και είχε αποκτήσει δύο κόρες. Ο γάμος της και η θαλπωρή της οικογένειας για κάποιο διάστημα την έκαναν να αφήσει πίσω την καλλιτεχνική της διαδρομή, καθώς επέλεξε να μείνει έξω από τα φώτα της δημοσιότητας. Ομως κάποιες οικονομικές επιχειρηματικές αστοχίες του συζύγου της την οδήγησαν πάλι στις πίστες.
Το δυστύχημα
Να όμως που η ζωή παίζει το δικό της παιχνίδι. Το 1984 ένα τραγικό γεγονός σημάδεψε καθοριστικά τη ζωή της και από τη μια στιγμή στην άλλη άλλαξαν τα πάντα για εκείνη. Δεν ήταν άλλο από τον αιφνίδιο θάνατο της 18χρονης κόρης της από τον πρώτο της γάμο (ο πρώτος σύζυγός της είχε αποβιώσει), σε τροχαίο. Η κόρη της Κωνσταντίνα, σε ηλικία 18 χρόνων, λίγο προτού φύγει για να σπουδάσει στο εξωτερικό Πολιτικές Επιστήμες, ένα πρωί πήρε το αυτοκίνητό της από το σπίτι της οικογένειας για να πάει στην Κηφισιά, μια που εκεί διατηρούσαν μαγαζί με υγιεινές τροφές και η τραγουδίστρια σκεφτόταν τότε να φτιάξει μια μεγάλη αλυσίδα τέτοιου είδους καταστημάτων, κάτι πολύ πρωτοποριακό για την εποχή. Δυστυχώς το αυτοκίνητο της άτυχης κοπέλας στη στροφή της Αγίας Μαρίνας στο Κορωπί συγκρούστηκε με φορτηγό, το οποίο τη χτύπησε από την πλευρά του οδηγού, με αποτέλεσμα να επέλθει ακαριαία ο θάνατός της. Οπως η ίδια η Μαίρη Αλεξοπούλου είχε αφηγηθεί, την τραγική εκείνη βροχερή μέρα που έχασε την κόρη της άλλαξαν όλα στη ζωή της και αποφάσισε να στραφεί στον δρόμο του Θεού:
«Την ώρα του δυστυχήματος κοιμόμουν. Είδα στον ύπνο μου ότι άνοιξε ο ουρανός και έπεσε ο σταυρός του Χριστού πάνω στο μέτωπό μου. Σηκώθηκα και με πονούσε το κεφάλι μου. Εκείνη την ώρα είδα τον κηπουρό μας και του είπα το όνειρο. Εκείνος απόρησε. Μου είπε ότι το παιδί δεν είχε πάει στο μαγαζί». Εγκατέλειψε τα φώτα της δημοσιότητας οριστικά το 1986 και άρχισε να πηγαίνει στην εκκλησία και δύο χρόνια αργότερα αποφάσισε να πάει να γίνει μοναχή. Αρχικά έγινε ρασοφόρα, ύστερα από τρία χρόνια μεγαλόσχημη και μετά ήρθε η ηγουμενική ενθρόνισή της. Το 1992, με δικά της χρήματα δημιούργησε σιγά-σιγά το Ιερό Ησυχαστήριο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Λαμπρικών Κορωπίου στην Αττική. Ουσιαστικά ήταν το ίδιο το σπίτι της. Το 1974 αγόρασε το οικόπεδο στο Κορωπί και στη συνέχεια έχτισε το σπίτι της. Μετά το τραγικό συμβάν της απώλειας της κόρης της και την απόφασή της να ενταχθεί στις τάξεις της Εκκλησίας, το μετέτρεψε σε Ησυχαστήριο. Αρχικά έχτισε ένα μικρό εκκλησάκι και στη συνέχεια μια μεγάλη εκκλησία. Εκεί εξελίχθηκε σε καθηγουμένη, μοναχή Θεονύμφη. Μάλιστα, σύμφωνα με το καταστατικό του Ησυχαστηρίου του έτους 1996, είναι ισόβια ηγουμένη.
Η «έξωση»
Ομως, το περασμένο έτος αντιμετώπισε νέα προβλήματα και αυτή τη φορά οι περιπέτειες ήταν με τον Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής. Ο τελευταίος, τον περασμένο Απρίλιο, εξέδωσε τρία πρωτόκολλα. Με το πρώτο έπαυε τη μοναχή Θεονύμφη από τη θέση της καθηγουμένης του Ιερού Ησυχαστηρίου της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κορωπίου και ταυτόχρονα διόριζε ως τοποτηρήτρια τη μοναχή Σαλώμη, από την Ιερά Μονή Παντανάσσας Κερατέας. Με το δεύτερο, διέτασσε τη μοναχή Θεονύμφη να παραδώσει τα κλειδιά των εξωτερικών θυρών και του ναού, καθώς και τη σφραγίδα και τα βιβλία του Ησυχαστηρίου, ενώ ταυτόχρονα απαγόρευσε να εισέρχονται σε αυτό άνδρες ή γυναίκες μοναχοί άλλης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας. Και με το τρίτο πρωτόκολλο παρήγγειλε να απομακρυνθούν άμεσα από το Ησυχαστήριο τέσσερις μοναχές προερχόμενες από τη Γερμανία, για «εκκλησιολογικού χαρακτήρα αιτίες».
Ο μητροπολίτης Μεσογαίας, όπως έγινε γνωστό, ζήτησε την άμεση απομάκρυνση των τεσσάρων γυναικών μοναχών, οι οποίες μόναζαν εκεί από άλλη αδελφότητα, καθώς λόγω της κατά συρροήν αντιεκκλησιαστικούς συμπεριφοράς τους «είχαν προξενήσει αναστάτωση στην Εκκλησία της Ελλάδος» και όχι μόνο. Στη συνέχεια ο μητροπολίτης κ.κ. Νικόλαος με νέο έγγραφό του προς τη μοναχή Θεονύμφη τής επισήμανε ότι δεν συμμορφώθηκε προς τις εντολές του περί απομάκρυνσης των τεσσάρων γυναικών μοναχών. Ωστόσο, οι τέσσερις μοναχές είχαν εγγραφεί στο Μοναχολόγιο του Ησυχαστηρίου, αφού προηγούμενα η μοναχή, η οποία εκτελούσε χρέη Γεροντίας, είχε απορρίψει τις ενστάσεις του εν λόγω Μητροπολίτη ως προς την εγγραφή τους, με το αιτιολογικό ότι στερούνται νομικού και πραγματικού ερείσματος. Ετσι, ο μητροπολίτης έπαυσε από τα καθήκοντά της τη μοναχή Θεονύμφη, επικαλούμενος σωματική και πνευματική αδυναμία να τα ασκεί, ενώ της επέτρεψε να παραμείνει στο Ησυχαστήριο. Παράλληλα συγκρότησε πενταμελή επιτροπή από μοναχές και κληρικούς και με πρόεδρο τον πρωτοσύγκελο της μητρόπολης, με μοναδική αρμοδιότητα τη φροντίδα της υγείας, της διατροφής και των καθημερινών αναγκών της. Για την παύση από τα καθήκοντά της ο δεσπότης επικαλέστηκε ότι ενώ της είχε απαγορεύσει να περάσουν την πόρτα του Ησυχαστηρίου οι τέσσερις μοναχές, εκείνη έστειλε επιστολές πρόσκλησης σε αυτές και στη συνέχεια τις δέχθηκε. Στο ίδιο έγγραφο ανέφερε ότι οι τέσσερις μοναχές έχουν «προβληματικό εκκλησιαστικό παρελθόν», το οποίο το συνδέει με τον πνευματικό τους πατέρα Αρχιμανδρίτη Διονύσιο Καλαμπόκα, με τον οποίο είναι υπό την πνευματική καθοδήγησή του. Προσθέτει δε ότι Διονύσιος Καλαμπόκας έχει τεθεί σε αργία από το Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, όπως του έχει επιβληθεί και άλλη ποινή προσωρινής αργίας 7,5 μηνών. Σε άλλο έγγραφό του ο Μητροπολίτης προς τις τέσσερις επίμαχες μοναχές, αμφισβητεί τα «απολυτήρια γράμματά τους» (σ.σ.: αλλαγή μοναχικής στέγης) από το Αρχιεπισκοπικό Σταυροπήγιο, καθώς προηγούμενα δεν ζητήθηκε από τον ίδιο η έγκρισή του, όπως απαιτεί η εκκλησιαστική τάξη. Ακόμη, επικαλέστηκε ότι το Σταυροπήγιο και οι άλλες αδελφότητες που είχε ιδρύσει στην Ευρώπη ο αρχιμανδρίτης Διονύσιος Καλαμπόκας, δεν υπάγονται στο Πατριαρχείο της Μόσχας. Ετσι, κατά τον Μητροπολίτη Μεσογαίας ήταν ανίσχυρα τα «απολυτήρια γράμματα», καθώς έχουν προέλευση από μη αναγνωρισμένη εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας.
Η προσφυγή στο ΣτΕ
Κατόπιν αυτών, αρχικά οι πέντε μοναχές προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ζητούσαν να ακυρωθούν τα πρωτόκολλα και τα έγγραφα του εν λόγω μητροπολίτη. Επικαλέστηκαν ότι οι περιορισμοί που τέθηκαν για τη λειτουργία του Ησυχαστηρίου παραβιάζουν τη θρησκευτική ελευθερία και την ελευθερία του συνεταιρισμού, τα οποία κατοχυρώνονται τόσο από το Σύνταγμα όσο και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Επίσης, επικαλέστηκαν ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι μη νόμιμες λόγω πλημμελούς αιτιολογίας. Σε άλλο σημείο αναφέρουν ότι κατά κατάχρηση εξουσίας ο μητροπολίτης αποτρέπει τη στελέχωση του Ησυχαστηρίου, αφού εποφθαλμιά το εν λόγω ακίνητο (του Ησυχαστηρίου) και επιθυμεί να το σφετεριστεί μετά τον θάνατο της μοναχής Θεονύμφης, προκειμένου να το μετατρέψει ενδεχομένως σε ιδιωτική βίλα. Ομως, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε από το ΣτΕ ως αναπόδεικτος. Ωστόσο, πριν συζητηθεί η αίτηση ακύρωσης στο Δ’ Τμήμα του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, η μοναχή Θεονύμφη παραιτήθηκε από το δικόγραφο και συνεχίστηκε η δικαστική διένεξη με τις άλλες τέσσερις μοναχές. Οι σύμβουλοι Επικρατείας απέρριψαν όλους τους ισχυρισμούς των γυναικών μοναχών ως αβάσιμους, απαράδεκτους και στηριζόμενους σε εσφαλμένη προϋπόθεση.
Πηγή: Πρώτο Θέμα